Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα. Μπροστά του ήταν ο... Παππούς του! Αυτός που είχε πάει στον ουρανό! Μα πώς; Τον είχε αφήσει ο θεούλης να κατέβει πάλι στη γη;
«Μα μέρα διάβασα στην εφημερίδα:
Τυχαία διάβασα μια μέρα στην εφημερίδα ότι "Σε μια πόλη της Γαλλίας πέθανε ένα γεροντοπαλίκαρο αφήνοντας όλη του την περιουσία σ' ένα μικρό γειτονόπουλό του, γιατί, όπως έγραψε στη διαθήκη του, "...την πρώτη μέρα που τον γνώρισα μου χάρισε το γλειφιτζούρι του κι αυτό το γεμάτο μέλια χεράκι μες στη φούχτα μου ήταν ό,τι ωραιότερο συνέβη στη ζωή μου".»
Αυτή η μικρή είδηση, μαζί και με το γεγονός ότι πρόσφατα είχε πεθάνει ο πατέρας μου και ο νιογέννητος γιος μου δε θα τον γνώριζε ποτέ, με έκαναν να γράψω το "Ένα γεμάτο μέλια χεράκι"... Το έγραψα μέσα σε μια νύχτα, καθώς ξενυχτούσα πάνω από την κούνια του μωρού μου, που έκλαιγε ασταμάτητα, λες και θρηνούσε το θάνατο του παππού του...
Όταν, χειρόγραφο, το πήγα στον ΚΕΔΡΟ (ήταν ένας μικρός καταπληκτικός εκδοτικός οίκος τότε στην Πανεπιστημίου) και το έδωσα στη Νανά Καλιανέση (ναι, η Νανά με είχε ήδη "υιοθετήσει" ως συγγραφέα), εκείνη με έβαλε να της το διαβάσω πάνω στο πατάρι, όπου ήταν και το γραφείο της. Όταν τέλειωσα το διάβασμα, την είδα να χαμογελάει ικανοποιημένη.
"Θα το εκδώσω" μου είπε.
Ήταν το τέταρτο βιβλίο που είχα γράψει. Άγνωστη ακόμη συγγραφέας. Για να σου βγάλουν εκείνη την εποχή ένα βιβλίο, έπρεπε να περιμένεις πολύ στη σειρά, για να βγουν τα ήδη προγραμματισμένα (και με προτεραιότητα πάντα των γνωστών συγγραφέων).
"Πότε λέτε να το εκδώσετε;" ρώτησα δειλά.
"Τέτοια βιβλία, Βούλα, δεν περιμένουν τη σειρά τους!" μου απάντησε εκείνη με πλατύ χαμόγελο και θεώρησα αυτή την απάντηση μεγαλύτερο βραβείο κι από αυτά που είχα ήδη πάρει την προηγούμενη χρονιά για δύο έργα μου.
Διαβάστε ΚΡΙΤΙΚΕΣ