Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στα τρία μεγαλύτερα αδέρφια μου - Κική, Ζωζώ και Χρήστο -, που το καθένα χωριστά και με το δικό του τρόπο στόλιζε την πατρική μου οικογένεια, όπου το «μας» συνόδευε πάντα το όνομα κάθε μέλους της, όταν αναφερόμασταν σε αυτό. «Η Κική μας», «Η Ζωζώ μας», «Ο Χρήστος μας», «Η Βουλίτσα μας». Ναι, το δικό μου όνομα είχε πάντα υποκοριστική κατάληξη, την οποία κατάφερα μετά από σκληρή κι επίμονη προσπάθεια, όταν πια πέρασα τα σαράντα μου, να τους πείσω να την απαλείψουν.
Ο Χρήστος μπορεί να την απάλειψε, αλλά αρνήθηκε πεισματικά να δεχτεί το μεγάλωμά μου. Ήμουν γι’ αυτόν ο «σπόρος» και, μάλιστα, θύμωσε (μάλλον με το Χρόνο) τη μέρα που του είπα ότι έκανα ενέργειες για να πάρω σύνταξη.
- Έχεις πολλά χρόνια μπροστά σου γι’αυτό το πράμα, γαλιάντρα! μου είπε αυστηρά όσο και τρυφερά.
- Έγινα εξήντα, Χρήστο, αντέτεινα δειλά.
- Αδύνατον! Εσύ δεν μπορεί να έγινες εξήντα!
Βλέπεις, ήμουν γι’ αυτόν πάντα εκείνο το μωρό που το έκανε αυτός να περπατήσει με ένα... κορόμηλο.
- «Έλα, πάρ’ το!» σου είπα κι εσύ σηκώθηκες κι έκανες τα πρώτα σου βήματα, γαλιάντρα! μου έλεγε συχνά πυκνά περήφανος.
Ο Χρήστος δεν υπάρχει πια. Οι τρεις αδελφές του θα τον θυμόμαστε πάντα.