Ομιλία της Ελένης Καλογερίνη για το βιβλίο “Γυναίκα μπονσάι”, 8.3.2012
Καλησπέρα σας!
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ, ανάμεσά σας, αν και σήμερα ο ίδιος ο συμβολισμός της ημέρας, δεν αρκεί για να ξορκίσει τις κρίσεις ανασφάλειας και αυτοεκτίμησης –όσο κι αν ψιθυρίσουμε, όσο κι αν θυμηθούμε. Ίσως γιατί σήμερα, το παραμύθι της ζωής μας, δύσκολα χωρά στην ταλαιπωρημένη λίστα σπουδών, βιογραφικών, διλημμάτων (καριέρα ή οικογένεια), φασίνας και νταντέματος (μικρών και μεγάλων). Μπορεί, όμως –σας διαβεβαιώ- να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου και να αναρριχηθεί στα κλαδιά αυτού του μικρού θαύματος που ονομάζουμε «μπονσάι». Και αυτό το γνωρίζει καλά η Βούλα Μάστορη η οποία χρόνια τώρα συναρμολογεί λέξεις και φράσεις, τις πολλαπλασιάζει αν θέλετε με όρους οικουμένης, κάνει βουτιές στο χρόνο και ανασύρει εικόνες-σύμβολα, πρόσωπα και σώματα, ρόλους που δεν ευοδώθηκαν.
Σε τούτο το τελευταίο της βιβλίο καταφέρνει να ανοιχτεί σε πολλές αναγνώσεις, χαρτογραφώντας με μαεστρία παράλληλες συγκινήσεις διαφορετικών ανθρώπων και εποχών σε σχέση με τον ίδιο έρωτα, την ίδια εικόνα. Τρυφερά ανατρεπτική-η Βούλα της πιο υπαινιχτικής γραφής η οποία γονιμοποιείται από έναν πλούτο παράδοξων και γοητευτικών πηγών –μέχρι γιαπωνέζικα έμαθε η χάρη μου- διαχειρίζεται λυτρωτικά την υστέρηση, απλώνει τα κλαδιά της στην νυσταλέα μας μνήμη, ανατέμνει το παρελθόν αλλά δεν το φοβάται, προτείνει ερμηνείες, «εγχειρίζει» θα έλεγα το δράμα του σώματος αλλά δεν μοιράζει πιστοποιητικά ευτυχίας, ούτε ροζ παραδείσους.
Ο ποιητής πάλι το λέει αλλιώς: «ανάμεσα μητριαρχίας και χειραφέτησης, χάθηκαν τα κορίτσια». Τι ελκυστικό, αλήθεια, αδιέξοδο! Πόσα «μπονσάι» θα τοκίσουμε με όρους αιωνιότητος για να στεριώσουμε τους Μάηδες της ουτοπίας μας; Πόσα «μωρά-αξεσουάρ» θα χρειαστούν ακόμη για να γεμίσουν την αβαρή και «αβαθή γλάστρα» των ονείρων μας; Προσέξτε τις βρεφοκρατούσες των εξωφύλλων με τι τρόπο αναγάγουν το άλλαγμα της πάνας σε τέχνη! Οι κυρίες προηγούνται όμως. Έτσι δεν λένε οι άνδρες; Οι άνδρες μας. Που υπάρχουν μόνο στις προσωπικές μας φαντασιώσεις, που τους βλέπουμε καθημερινά να παρελαύνουν σε διαφημίσεις αλλά ποτέ δίπλα μας. Που μια ματιά, ένα «κτύπημα των σκαρπινιών» τους θα αρκούσε ίσως για να χορογραφήσουμε ξανά την ηδονή, τον πόνο, τη χαρά.
Στην έρημο των ανθρώπων όμως, το εύθραυστο γίνεται συμπαγές και γήινο και μόνον κάποιες φορές ο διάπυρος έρωτας κοιτά κλεφτά το είδωλό του και αναμοχλεύει εικόνες, λέξεις, αποσπάσματα ονείρου. Και τότε μοιραία επιστρέφει στα χρόνια που συλλαβίζεις τα πρώτα, σύμφωνα και φωνήεντα αγάπης και συντριβής. Συναντώ μαζί του, δικές μου γυναίκες, την Κατερίνα, την Αγγέλα, την Ελένη. Μπλέκομαι στα γρανάζια μιας σχέσης έτοιμη θαρρείς να τροφοδοτήσει το ερωτικό πάθος –αλλά τι δουλειά έχει αυτό σε μια γυναικεία φιλία; Μπαίνω στο σπίτι της μαμάς Θεανώς, προσπαθώ να την δω ως το παιδί των γονιών της, ένα πρόσωπο που είχε τα δικά του όνειρα για τη ζωή, τα δικά του παράπονα. Μέχρι που έρχεται ένα ξαφνικό αεράκι και με ένα χαμόγελο η άγευστα άχρωμη πραγματικότητα ντύνεται με τα νέφη της μέθης. Μια μέθη που για την Θεανώ –θήραμα και θύμα μαζί πανάρχαιων ρόλων- μένει εσαεί «κλειδωμένη» στην συζυγική ασφάλεια με την «μέσα» φλόγα αναμμένη για τον κρυφό έρωτα, την ιδανική εκδοχή του εαυτού της, «Άραγε, τι κατάρα είναι αυτή; Ποιος μας έκανε αυτή την κακόγουστη φάρσα»;
Και η Νανώ; Η Νανώ είναι της Κατερίνας, δική της, όπως δικός της ήταν ο μπαμπάς. Ένα κέλυφος εσωτερικό για να την προστατεύει. Από τι και από ποιον άραγε; «Απόμακρη και απρόσιτη πάντα. Δεν είχε φιλίες η Κατερίνα. Μετά την Αγγέλα, δεν πίστευε σ΄αυτές». Η Αγγέλα που την πρόδωσε, που «έπαιζε» μόνο με την Ελένη, με μια αίσθηση απόλαυσης λες και την είχε επινοήσει το υπερτροφικό Εγώ για να υπηρετήσει εκείνο το ναυαγισμένο «Εμείς». Άραγε ποια είναι εκείνη η ιδιότυπη εξουσία που δημιουργείται όταν μια πόρτα κλείνει και δυο κορίτσια ανακαλύπτουν το σώμα τους, μοιράζονται μυστικά, ονειρεύονται το μέλλον; Μήπως εκείνα τα βλέμματα, τα παιχνίδια, οι ψίθυροι, εικονογραφούν όλη την ιστορία της γυναικείας καταπίεσης η οποία δεν ασκείται μόνον από τους άνδρες αλλά από τις γυναίκες που δημιουργούν μία ισορροπία εξουσίας μεταξύ τους;
Θα το πω ευθέως: Στο βιβλίο της Βούλας Μάστορη, δεν χωρούν ναρκισσισμοί ούτε πόζες. Η συγγραφέας, δεν περιγράφει την πραγματικότητα, την υποβάλλει: Με ρωγμές στον λόγο, με σενάρια ανοιχτά, με ταξίδια στα τρίσβαθα της ψυχής που δεν χαρτογραφούν απλώς την γυναικεία ψυχοσύνθεση αλλά αυτό που είναι η γυναίκα: τη σωματικότητά της -ακόμα και όταν είναι ομοφυλόφυλη. Σκεφθείτε ότι στις αρχές του 1900, σύμφωνα με τα Αρχεία της Ελληνικής «Ψυχιατρικής και Νευρολογικής Επιθεώρησης» οι γυναίκες που αρνούνταν να τεκνοποιήσουν θεωρούνταν ψυχικά πάσχουσες και η άρνηση της μητρότητας ισούτο με ένδειξη σοβαρής παθολογίας. Θυμηθείτε την Σιμόν Ντε Μπωβουάρ και το «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι». Θυμηθείτε ακόμη πως περιγράφουν η Όλουεν Χάφτον και η Ρόζα Ιμβριώτη την γυναικεία παρουσία, σώματα και αντιλήψεις αιώνων που πάλεψαν με «άχρηστους νόμους και κοινωνικές προλήψεις». Για να φθάσουμε αισίως στον αιώνα του αστικού πολιτισμού που έκανε τους άνδρες μας τόσο μακρινούς και δυσπρόσιτους. Πότε άραγε ξεπήδησε η νέα υπερπαραγωγή της μετα-φεμινιστικής μας εποποιίας:
«Στο κρεβάτι, οι παντρεμένες πέφτουν «έτοιμες» είχε δασκαλέψει την μαμά Θεανώ η δική της μαμά. Αλλά στα τριάντα πέντε σου πώς στην ευχή να επαναλάβεις κόλπα της γιαγιάς σου που είχες ήδη απορρίψει στα είκοσί σου; Οι άνδρες όμως –οι άνδρες μας- είναι δυνατοί, θα γκρεμίσουν βουνά για να προστατέψουν την μάνα, θα περάσουν ωκεανούς μέχρι να κερδίσουν το φιλί της κόρης και να τη σώσουν απ΄τον κακό δράκο. «Εάν είχα κάνει αγόρι εγώ ποτέ δεν θα του έλεγα «Οι άνδρες δεν κλαίνε». Όλοι πρέπει να μπορούν να κλαίνε» ψιθυρίζει η Κατερίνα η οποία συνήθως έκλαιγε με αόρατα δάκρυα που έβλεπε μόνο ο «μπαμπάκας της». Η Νανώ της όμως, το κοριτσάκι της, «που την έβλεπε αλλιώτικα, που την νοιαζόταν –μητρικά μερικές φορές» εκείνη που ήταν η μάνα της και ο πατέρας της μαζί, διέσχισε αθόρυβα τον δικό της ωκεανό χρεώνοντάς της μία και μόνη αλήθεια: την διάψευση.
-«Ωραία, να κάνεις τη φεμινίστρια, μαμά, αλλά ρωτάς κι εμένα αν μου αρέσει να είμαι «αγνώστου πατρός»;
-Απλά, σε ήθελα μόνο δική μου, όλην δική μου.
-Τα παιδιά, μάνα, θέλουν και μάνα και πατέρα. Εγώ τουλάχιστον έτσι ήθελα. Κι έναν πατέρα. Έστω και αόρατο. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω, αν δεν σε συγχωρήσω. Και δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, αν δεν μάθω για τον πατέρα μου.
Σαράντα και πλέον χρόνια μετά την διατύπωσή του, το φεμινιστικό αίτημα της ελεύθερης επιλογής της μητρότητας παραπαίει ανάμεσα στις γυναίκες-μοντέλο Μπάρμπι, στην «life-style μάνα κουράγιο» και στην «μάνα-τέρας». Το σίγουρο είναι ότι καμιά δεν έχει πλέον ανάγκη τους άνδρες για την επιβίωσή τους ούτε καν για την αναπαραγωγή του είδους. Το μη σίγουρο είναι εάν αυτό τις κάνει ευτυχισμένες και προπάντων ισορροπημένες.
Απ΄την άλλη, το να μεγαλώνεις ένα παιδί έχει καταχωρηθεί ως γυναικεία υπόθεση καθώς στη χώρα μας ο ρόλος της μητέρας είναι ακόμη ισχυρός. Η μητριαρχία μάλιστα ενισχύεται από την παρουσία της γιαγιάς –συνήθως από την πλευρά της μαμάς- η οποία τις περισσότερες φορές την αντικαθιστά κιόλας. Όσο για τους πατεράδες, όσο κι αν η πατρότητα είναι το νέο ροκ εντ ρόλ της εποχής -εκείνοι φεύγουν τα χαράματα και γυρίζουν το βράδυ εξαντλημένοι. Η απουσία τους είναι φυσιολογική άρα και η παρουσία τους μη απαραίτητη. Να είναι άραγε αυτός ένας απ΄τους λόγους που οι μπαμπάδες «ντύνονται» μύθος και στοιχειώνουν τα όνειρα των κοριτσιών ή μήπως είναι και αυτοί θύματα μιας υποβόσκουσας γυναικείας εξουσίας; Μακάρι ωστόσο η μόνη θλίψη της Κατερίνας να ήταν το κόστος που πληρώνει για τις επιλογές της. Άλλωστε είναι αυτή ή ίδια που αργότερα θα χρησμοδοτήσει στην Νανώ της: «Από μια ηλικία και μετά δεν πονάς τόσο με την ορφάνια σου, όσο με το ότι δεν είσαι πλέον παιδί κανενός».
Της μητέρας πρωτίστως, που γινόμαστε εισαγγελείς και δικαστές όταν σκάσουν οι πρώτες ρωγμές, οι πρώτες διαφωνίες στη σχέση. Την θέλουμε τέλεια με το φωτοστέφανο της ευγένειας και της εγρήγορσης. Την ίδια στιγμή που αρχίζουμε να την λατρεύουμε, την ίδια στιγμή ξύνουμε με τα νύχια μας το χρώμα στο πορτρέτο της. Μήπως γι αυτό συνήθως αναφερόμαστε σ΄αυτήν σε παρελθόντα χρόνο; Μήπως γιατί δεν καταφέραμε να μεταφέρουμε τη σχέση μας στο στάδιο της ενηλικίωσης ή μήπως ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι όλες μας είμαστε κόρες και κάθε κόρη είναι υποψήφια μαμά μιας άλλης κόρης; Άραγε, «πόσα καλύτερα παράπονα» να φτιάξουμε η μία για την άλλη;
-Εγώ, ό,τι και να έκανα, έμενα τελευταία. Όταν της πέθανε ο παπάς, όταν ξέγραψε την Αγγέλα κι όταν μας άφησε η Μάρθα, είπα πως είχα μια ευκαιρία, αν όχι να πάρω την πρώτη θέση, τουλάχιστον να κρατήσω σταθερή τη δεύτερη. Γι’ αυτό δεν θέλησα να πάρουμε υπηρέτρια στο σπίτι. Μια παραδουλεύτρα ερχόταν κάθε βδομάδα και τα υπόλοιπα τα έφτιαχνα όλα εγώ. Εμένα με είχε μάθει η μάνα μου να τα κάνω όλα. Η Κατερίνα δεν θέλησε ποτέ της να της δείξω κάτι. Εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ! έλεγε, το θυμάσαι. Όπως θυμάσαι και το αυγό που της χτυπούσα κάθε απόγευμα όταν είχε διαγωνίσματα. Όταν πέθανες εσύ, είπα πως είχα φτάσει πια στην πρώτη θέση, αλλά τότε…
Τότε, οι φλογισμένες βεβαιότητες της νιότης έγιναν στάχτη αλλά είναι αυτή η στάχτη που δίνει ταυτόχρονα γνώση και ελευθερία. Η Κατερίνα πάντα ήθελε να εκτείνει τα όριά της, να απλώσει τα κλαδιά της μα όλα ήταν φυλακή. Ακόμα και η φιλία της με την Αγγέλα –ως άλλες μοιραίες του Adorno από το Minima Moralia-την εξορίζει σε έναν κόσμο δισδιάστατο όπου η εμμονή στην λεπτομέρεια συνθέτει έναν φλοιό ασφάλειας που δύσκολα θα «σπάσει». Έχει σημασία να δείτε τον τρόπο με τον οποίο η Βούλα Μάστορη χειρίζεται και οδηγεί την ηρωίδα μας στην «πρώτη φορά». Ίσως αναγνωρίσετε κομμάτια της νεότητάς σας, εκείνες τις συμπτώσεις και τα «απαγορεύεται», με έναν φύλακα-τιμωρό που στοίχειωσε τα όνειρα και τα θέλω μιας γενιάς. Η Κατερίνα γνωρίζει τον έρωτα αλλά δεν υπαλληλοποιείται σ΄αυτόν. Σιχαίνεται την διαλεκτική της μίμησης, βυθίζεται στον δικό της βιολογικό χρόνο. Για να φθάσει τελικά μέχρι την Ιαπωνία να δει την Νανώ της, να πρωταγωνιστεί στο πιο γκροτέσκο σκηνικό των ονείρων της.
-Δεν χρειάζεται να έλθεις στο γάμο μου, μαμά. Ξέρω ότι δεν σ΄ αρέσουν όλα αυτά τα τελετουργικά..
-Θέλω να είμαι στον γάμο της κόρης μου.
-Θα είναι εντελώς γιαπωνέζικος μαμά..
-Το ίδιο μου κάνει. Γάμος θα είναι.
(Ναι, τι σημασία είχε; Η δική μου αντίθεση έγκειται στον ίδιο τον θεσμό του γάμου και όχι στο τελετουργικό του. Με όποιο φόρεμα και να ντυνόταν η κόρη μου, με όποια τελετή κι αν γινόταν νύφη, αυτό θα ήταν το τέλος της ανεξαρτησίας της, της αυτοτέλειάς της).
Aσφαλώς, κάθε αντίθεση εάν ξέρεις να την διαβάσεις διηγείται μια μικρή ιστορία. Δείτε πως αλλάζουν όλα γύρω μας, πως ξεφυτρώνουν όλα τούτα τα εξωτικά φρούτα όπως κατεψυγμένα ωάρια, τεχνητά σπερματοζωάρια, ομοφυλόφιλοι γονείς, παρένθετες μητέρες, παιδιά με πέντε γονιούς. Κι όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να παντρεύονται. Παιδιά που μέχρι χθες είχαν το δικό τους πορτοφόλι και ονειρεύονταν να κατακτήσουν τον κόσμο, επιζητούν μια ζωή ήρεμη και μονογαμική όπως η Νανώ, παραγγέλνουν με τα μέτρα την δαντέλα, δίνουν όρκους αιώνιας πίστης. Άραγε πόσο εγκλωβισμένες είμαστε στο επίτευγμα της ελεύθερης επιλογής μας; Μήπως η δικαίωση και η ασφάλεια της μητέρας είναι να δει την κόρη της να επαναλαμβάνει τους ίδιους ρόλους που βίωσε και αυτή; Να είναι άραγε ο γάμος τρόπος ζωής που η κάθε μία από εμάς ανακαλύπτει και προσαρμόζει στα δικά της μέτρα ή μήπως τελικά, κάποτε και κατ΄ επιλογή όπως λέει η συγγραφέας «όλοι μας, άντρες και γυναίκες, υποκείμεθα από τα μικράτα μας λίγο ως πολύ σε ένα είδος τεχνικής μπονσάι, προκειμένου να προσαρμοστούμε στους κανόνες της κοινωνίας μας»;
Τελειώνοντας, θα ήθελα να είμαι αισιόδοξη -παρ΄όλα αυτά. Να πω ότι τη συνταγή ευτυχίας δεν μπορεί να την γράψει κανείς άλλος παρά μόνον εμείς οι ίδιες –κι ας μην το πούνε οι ειδήσεις. Όσο κι αν υποβαλλόμεθα σε μεταφύτευση μπονσάι -ενδεχομένως πολύ συχνότερα απ΄ όσο θα θέλαμε να παραδεχθούμε- γνωρίζουμε ότι οι κλίμακες της πραγματικότητας αλλά και το συναίσθημα της ικανοποίησης είναι διαφορετικά για τον κάθε έναν από εμάς. Γνωρίζουμε ακόμη πως «μέσα στα τζένερα» του μυαλού μας «εμφωλεύει η σπίθα» αλλά και η καλύτερη θέση για έναν «κηπουρό» μπονσάι. Ιδού μια μάχη που έχει ελπίδες να κερδηθεί και η Βούλα θα έλεγα ότι την δυναμιτίζει με ένα βιβλίο-υπόσχεση. Την ευχαριστώ πολύ!