Συγγραφέας
ΒΟΥΛΑ ΜΑΣΤΟΡΗ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

Slider

Γυναίκα μπονσάι

Εκείνη ανέκαθεν αντιστεκόταν στην τεχνική μπονσάι που της επέβαλλε η κοινωνία κι επέμενε να απλώνει τις «ρίζες» και τα «κλαδιά» της, όσο και να την περιόριζαν και να την κλάδευαν, ενώ ένας αόρατος φύλακας-τιμωρός προστάτευε το φύλο της. Ο άντρας που αψήφησε αυτόν τον φύλακα-τιμωρό κέρδισε μια θέση στη ζωή της – μια θέση κρυφή όμως ακόμη κι από την εξώγαμη κόρη που απόκτησαν μαζί.

Η κόρη, ωστόσο, αμφισβητώντας εξαρχής τις αντισυμβατικές πεποιθήσεις και πρακτικές της μάνας, υιοθέτησε τελικά για τον εαυτό της απόλυτα την τεχνική μπονσάι προκειμένου να ενσωματωθεί στην ίδια τη χώρα που την εφεύρε – την Ιαπωνία...

"Θεωρώ ότι η κάθε κοινωνία επιβάλλει την τεχνική μπονσάι σε όλα τα μέλη της -άντρες, γυναίκες, παιδιά- προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτή. Το κλάδεμα, το λύγισμα και ο περιορισμός των ριζών μπορεί να διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και στην ίδια κοινωνία πολλές φορές επιβάλλεται με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στις κάστες, τα φύλα και τις φυλές. Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της «γλάστρας», άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα «έξοδο» και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή. Οπωσδήποτε μια λανθασμένη πρακτική της τεχνικής μπονσάι έχει επιπτώσεις στο άτομο, επιπτώσεις που μπορεί να είναι είτε αισθητικές είτε θανατηφόρες. Το ερώτημα που αφήνω ηθελημένα να αιωρείται στο βιβλίο μου είναι κατά πόσο μια κοινωνία θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επιβολή της τεχνικής μπονσάι και πόσο ή πώς ένα άτομο μπορεί να επιβιώσει καλύτερα μέσα σε αυτή τη «γλάστρα»".

Βούλα Μάστορη

Διαβάστε ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Το νέο βιβλίο της Βούλας Μάστορη «Γυναίκα Μπονσάι», με πάει και με φέρνει όμορφα από τότε που το πήρα στα χέρια μου. Ολοκλήρωσα με αγωνία την ανάγνωση πολύ σύντομα, ωστόσο δεν έχω πάψει να αναζητώ -και τελικά να βρίσκω- στις σελίδες του ότι η τεχνική μπονσάι είναι παντού…

1. Ο τίτλος του βιβλίου σας, «Γυναίκα μπονσάι», και η προμετωπίδα με το μότο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «To μπονσάι, ιαπωνικό αριστούργημα συνεργασίας με τη φύση, το λυγίζουν, το κλαδεύουν, το υποσιτίζουν, για να το μετατρέψουν σιγά σιγά σε αυτό το θαύμα που θα διαρκέσει αιώνες», δίνουν την εντύπωση ότι επικεντρώνεστε στο γυναικείο ζήτημα. Όχι, το βιβλίο μου δεν είναι ένα μανιφέστο για το γυναικείο ζήτημα. Άλλωστε, κάθε κοινωνία επιβάλλει την τεχνική μπονσάι σε όλα τα μέλη της -άντρες, γυναίκες, παιδιά- προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτή, και τούτο φαίνεται καθαρά στο βιβλίο.

2. Όμως το κλάδεμα, το λύγισμα και ο περιορισμός των ριζών δεν επιβάλλονται πάντα με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Για παράδειγμα, η γυναίκα υποβάλλεται πολλές φορές σε περισσότερο «κλάδεμα» και τούτο φαίνεται στους τρεις βασικούς γυναικείους χαρακτήρες του βιβλίου σας: την Θεανώ, Κατερίνα και Νανώ. Είναι αλήθεια ότι η τεχνική μπονσάι, εκτός του ότι μπορεί να διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, πολλές φορές και μέσα στην ίδια κοινωνία επιβάλλεται με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στις κάστες, τα φύλα και τις φυλές. Όμως στο βιβλίο μου δε μένω σε αυτές τις διαφορές αλλά εστιάζω στον τρόπο που αντιμετωπίζει το κάθε άτομο αυτή την τεχνική.

3. Η κεντρική ηρωίδα σας, η Κατερίνα, ανέκαθεν αντιστεκόταν στην τεχνική μπονσάι κι επέμενε να απλώνει τις «ρίζες» και τα «κλαδιά» της, όσο και να την περιόριζαν και να την κλάδευαν. Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της «γλάστρας», άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα «έξοδο» και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή. Η Κατερίνα ανήκει σε αυτούς που την αντιμάχονται.

4. Όμως παρέμεινε μέσα στη «γλάστρα». Εδώ έγκειται και η φιλοσοφία του μπονσάι και, αν θέλετε, η φιλοσοφία του βιβλίου. Το να μπορείς να περιλάβεις το όλον μέσα στο μικρό, να μπορείς, με άλλα λόγια, να ολοκληρώνεσαι μέσα στο χώρο που διαθέτεις. Αυτό προσπάθησε να κάνει με τον τρόπο της η Κατερίνα, ενώ με διαφορετικό τρόπο «ολοκληρώθηκε» η μητέρα της και με διαφορετικό τρόπο η κόρη της.

5. Υπάρχει κάποιος ιδανικός τρόπος να «ολοκληρωθείς» μέσα σε αυτή τη «γλάστρα»; Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο να αναπτύσσεται, να ελίσσεται, να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται, γι’ αυτό και ο καθένας μας αποτελεί ένα ξεχωριστό μπονσάι. Το ίδιο κάνουν και οι χαρακτήρες μου στο βιβλίο.

6. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου σας επίσης παρεμβαίνουν στην αφήγηση και μερικές φορές σάς ακυρώνουν ως συγγραφέα, λες και σας αντιστέκονται. Λες και είσαστε εσείς που τους επιβάλλετε την τεχνική μπονσάι… Μα η μυθοπλασία είναι και αυτή ένα είδος τεχνικής μπονσάι, αφού μέσα σε αυτή χωράνε μεγάλα χρονικά διαστήματα, γεωγραφικές αποστάσεις, πολιτιστικές διαφορές, ανθρώπινες σχέσεις… Και οπωσδήποτε ο συγγραφέας είναι αυτός που επιβάλει αυτή την τεχνική. Στη «Γυναίκα μπονσάι» απλά μερικοί χαρακτήρες μου αυτονομήθηκαν και με αντέκρουσαν. Δεν το βρίσκω καθόλου κακό αυτό. Το αντίθετο μάλιστα.

7. Μια λανθασμένη πρακτική της τεχνικής μπονσάι όμως μπορεί να έχει επιπτώσεις στο φυτό, στο άτομο… και βέβαια στο βιβλίο. Σωστά. Και οι επιπτώσεις μπορεί είτε να είναι αισθητικής φύσεως είτε να αποβούν μοιραίες –για το φυτό, το άτομο και βέβαια για το βιβλίο.

8. Μια τελευταία ερώτηση: Θα μπορούσε μια κοινωνία να υπάρξει χωρίς την επιβολή της τεχνικής μπονσάι; Αυτό ακριβώς το ερώτημα αιωρείται στο βιβλίο μου «Γυναίκα μπονσάι» αφήνοντας τον αναγνώστη να δώσει τη δική του απάντηση. Προσωπικά ποτέ δεν καθοδηγώ ούτε τους χαρακτήρες των βιβλίων μου ούτε τους αναγνώστες μου, γι’ αυτό επιτρέψτε μου να μην απαντήσω σε τούτη την ερώτησή σας.
Στέλλα Αλαφούζου 27 ΜΑΪ́ΟΥ 2012
Πηγή: Protagon.gr

Κόρη, μάνα και γιαγιά: άτακτα κορίτσια

Προερχόμενη από την παιδική και την εφηβική λογοτεχνία, η Βούλα Μάστορη

θα ξετυλίξει στο δεύτερο μυθιστόρημά της για ενηλίκους ένα περίπλοκο οικογενειακό θρίλερ.

Τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών (κόρη, μάνα και γιαγιά) θα στραφούν η μια εναντίον της άλλης προσπαθώντας από τη μια μεριά να συνειδητοποιήσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα και από την άλλη να εξασφαλίσουν ορισμένα εχέγγυα για την ερωτική τους ζωή. Η λύση θα έρθει μόνο λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, όταν μετά από μια πολυήμερη παραμονή και συγκατοίκηση των δύο νεότερων μελών της οικογένειας στη μακρινή Ιαπωνία, το ομιχλώδες, βαρύ και ανομολόγητο παρελθόν θα αποδιώξει τις σκιές του, ανοίγοντας τον δρόμο για μια λυτρωτική πλην κάθε άλλο παρά εύκολη ή μηχανική διέξοδο.
Η Μάστορη έχει κάποια δυσπραγία στη σύνδεση του τριτοπρόσωπου με τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές της (δραματουργικά οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές παραμένουν κάπως αδρανείς), αλλά οι χαρακτήρες και η μυθοπλασία της δεν μας επιτρέπουν να καθυστερήσουμε υπερβολικά με αυτό. Η Θεανώ, η Κατερίνα και η Νανώ διατηρούν ολοζώντανη από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα την προσοχή μας. Σ’ ένα αρχικό επίπεδο οι τρεις γυναικείες μορφές μοιάζουν με ανυπότακτους δαίμονες οι οποίοι δεν σηκώνουν άντρα στη μύτη του σπαθιού τους. Οταν όμως προχωρήσουμε σε κάποιο βάθος θα δούμε πως τα άτακτα αυτά κορίτσια ζουν σ’ ένα δάσος απέραντης τρυφερότητας που πασχίζει να κρατήσει τη μοναξιά και την έρημο μακριά από τις συστάδες της ψυχής τους. Στην ιστορία παρεισδύει κι ένα στοιχείο φανταστικού το οποίο βοηθάει την ανέλιξη της δράσης χωρίς να χαλαρώνει ούτε κατ’ ιδέαν την αληθοφάνεια και την πυκνότητά της.

Κλείνοντας, θα έλεγα πως το ταξίδι στην Ιαπωνία αποδεικνύεται το αποτελεσματικότερο ίσως εύρημα του βιβλίου: μια εξωτερική περιπλάνηση με κρίσιμο εσωτερικό βάρος που ξεγλιστράει από οποιαδήποτε προκατασκευασμένη εικόνα περί Απω Ανατολής.

Το Βήμα 2 Σεπτεμβρίου 2012

Αρχικά, ο ευρηματικός τίτλος είναι αυτός που εξάπτει την περιέργεια και που ως αλληγορία συμπυκνώνεται στη φράση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ που η Βούλα Μάστορη χρησιμοποιεί ως μότο: «Το μπονσάι, ιαπωνικό αριστούργημα συνεργασίας με τη φύση, το λυγίζουν, το κλαδεύουν, το υποσιτίζουν, για να το μετατρέψουν σιγά σιγά σ’ αυτό το θαύμα που θα διαρκέσει αιώνες».

Όμοια και οι τρεις γενιές γυναικών που αποτελούν τις ηρωίδες του βιβλίου, η Θεανώ, η Κατερίνα και η Νανώ, μοιρασμένες αντίστοιχα σε τρεις διαφορετικές εποχές που συναντώνται και συγκρούονται χάρη στους δεσμούς αίματος που τις ενώνουν, «λυγίζουν», «κλαδεύονται» και «υποσιτίζονται» μέσα σε θεσμούς και στερεότυπα που προσπαθούν να ακρωτηριάσουν τη διάθεσή τους για αυτονομία. Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού εντός και εκτός των ορίων μιας κοινωνίας φαίνεται να αποτελεί τον πυρήνα και την έμπνευση της συγγραφέως, που πρωτοτυπεί με την εναλλαγή μιας εσωτερικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης των ηρώων της και μιας εξωστρεφούς τριτοπρόσωπης και συνάμα «απρόσωπης» αφήγησης της ίδιας της συγγραφέως η οποία αναλαμβάνει να αποκαταστήσει μια αντικειμενική ισορροπία στη ροή της ιστορίας.

«Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της “γλάστρας”, άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα “έξοδο” και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή», παρατηρεί η Βούλα Μάστορη στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Στέλλα Αλαφούζου, αποκαλύπτοντας τον διαχρονικό προβληματισμό της κοινωνικής επιρροής πάνω στην ολοκλήρωση του ατόμου που αποτέλεσε για κείνη πηγή έμπνευσης.

Οι ηρωίδες της Μάστορη διαθέτουν σθεναρή προσωπικότητα και αποφεύγουν με τόλμη τη «γλάστρα». Πιο μαχητική απ’ όλες η μεσαία γενιά, που αντιπροσωπεύεται από την Κατερίνα. Η Κατερίνα τολμά να έρθει σε σύγκρουση με ό,τι στοιχειοθετεί μια τακτοποιημένη κοινωνικά ζωή. Αρνείται να παντρευτεί, αποκτά εξώγαμο παιδί και αντιστέκεται στη βούληση μιας μητέρας που έμεινε φρόνιμη μες στις κοινωνικές επιταγές, προτιμώντας να υπερασπίζεται ό,τι συνιστά την ηθική τάξη πραγμάτων της εποχής της παρά να παρασυρθεί απ’ τα προστάγματα των συναισθημάτων της για τον Σπύρο Ραχιώτη.

Η Νανώ απ’ την άλλη, η μικρότερη γυναίκα σ’ αυτό το θηλυκό τρίπτυχο αξιών που προβάλλει η Μάστορη, αποτελεί την εκπρόσωπο μιας συγκερασματικής αναδιάταξης της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, που συνδυάζει τις άκαμπτες και απαρέγκλιτες κοινωνικές επιταγές με τα περιθώρια αυτοδιάθεσης που ορίζει μέσα σ’ αυτές η ίδια η γυναίκα.

Η κλειδωμένη διαχωριστική πόρτα των διαμερισμάτων μάνας και κόρης και η σθεναρή περιφρούρηση αυτής της ατομικότητας από την εγγονή αποτελεί κορυφαίο εύρημα της Μάστορη, με το οποίο υπογραμμίζει τη μοναξιά μες στην οποία καθορίζεται πάντα η ανθρώπινη αυτοδιάθεση.

Η Νανώ, η εγγονή, αντιθέτως μοιάζει να αντιδρά στην… αντίδραση της μάνας της σε ό,τι έχει να κάνει με τα κοινωνικά σχήματα και προσχήματα. Εντάσσεται οικειοθελώς στην αγάπη του Χίρο και στη γιαπωνέζικη κουλτούρα του, αδιαφορώντας για την καταστρατήγηση της γυναικείας χειραφέτησης όταν τρέχει αξημέρωτα να αγοράσει ζεστά κρουασάν στον άντρα που λατρεύει, δίχως να θεωρεί υποτιμητική την υποδούλωσή της στην αγάπη.

Η Νανώ, χαρακτήρας καταλύτης, συνισταμένη της υποταγμένης και της ριζο-σπαστικής γενιάς που την ακολούθησε, γεφυρώνει τα χάσματα και από-δεικνύει πως οι άνθρωποι-μπονσάι μπορούν κάλλιστα να είναι ευτυχισμένοι μέσα στη… γλάστρα τους.

Θα ήταν αναμφίβολα μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφερόταν η επιτυχής μεταφυσική αναφορά της συγγραφέως. Γιαγιά, μάνα κι εγγονή χαρακτηρίζονται από μια «θανατηφόρα» ιδιαιτερότητα. Όποιος τις αγγίζει χωρίς τη θέλησή τους βρίσκει έναν άδοξο θάνατο. Η απόπειρα του βιασμού τους γυρνάει μπούμερανγκ κατά του βιαστή, όπως και η οποιαδήποτε καταστρατήγηση μιας ξένης ελευθερίας είναι ζήτημα χρόνου να αποδειχτεί ολέθρια για εκείνον που τη διαπράττει.

Η ηθογραφική προσέγγιση της σύγχρονης Ιαπωνίας, συνδυασμένη με παρατηρήσεις εθνογραφικής και συγκριτικής προσέγγισης της ελληνικής και της γιαπωνέζικης κουλτούρας, καθιστά το εν λόγω βιβλίο μια ενδιαφέρουσα πρόταση για ανάταση, πληροφόρηση και προβληματισμό.

Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως χαλαρή ρυθμικότητα της γλώσσας του κειμένου, η αυστηρή συγκρότηση της εσωτερικής συνοχής των συμβόλων και η ευρηματικότητα θέματος, αρμών, δομής και πλοκής αναδεικνύει τη «Γυναίκα μπονσάι» σε ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα για αναγνώστες που επιμένουν να αναζητούν μια δυναμική λογοτεχνία.
Διάβασέ με
ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΠΟΝΣΑΪ
05.12.2013
Συντάκτης: Πασχαλία Τραυλού

Ομιλία της Πόλυς Χατζημανωλάκη για το βιβλίο "Γυναίκα μπονσάι", 8.3.2012


Καλησπέρα σε όλους και από εμένα! Ευχαριστώ την Βούλα Μάστορη και τις εκδόσεις Πατάκη για την τιμή, να μου εμπιστευθούν, εδώ μαζί με την Ελένη, τα λόγια του καλωσορίσματος απόψε και λίγες συστάσεις γνωριμίας για το νέο πόνημα της συγγραφέως που σαν μικρό δεντράκι, ξεμυτίζει αυτούς τους δύσκολους καιρούς - δύσκολους για τα πάντα – και για τα εκδοτικά εννοείται…
Η «γυναίκα μπονσάι», η γυναίκα δεντράκι, κάνει την εμφάνισή της συμβολικά την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.

Ένα μυθιστόρημα που θίγει θέματα που θα μπορούσαν να καλύψουν πολλά πάνελ συζητήσεων για τη γυναικεία ταυτότητα, τη χειραφέτηση, τη γυναικεία σεξουαλικότητα, θέματα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και σημαντικά, θέματα που κάθε εποχή προκύπτουν όχι απαραίτητα για να δώσουν ενέργεια και αφορμή σε έναν ακτιβισμό, αλλά για να επανακαθορίσουν το πώς προκύπτει, το πώς αναδύεται η γυναικεία ταυτότητα στο παρόν…
όλα αυτά βέβαια στο πλαίσιο της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης…

Αυτό είναι η ομορφιά.

Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μανιφέστο για το γυναικείο ζήτημα, αλλά με μια μυθοπλασία, με ένα τεχνούργημα, με ένα μυθιστόρημα με πυκνότητα και βάθος, που προσφέρεται κατ’ αρχήν στην αναγνωστική απόλαυση επιτρέποντας ταυτόχρονα στους αναγνώστες του να χαράξουν τις δικές τους διαδρομές, πολλαπλές διαδρομές και να προκαλέσουν την περίφημη, «αναγνωστική εμπειρία»…
Το κείμενο - λέγεται - είναι αφορμή για την αναγνωστική εμπειρία που θεωρεί τον εαυτό της αν όχι ανώτερη, πάντως εξ ίσου ευγενή με την ίδια τη συγγραφή…

Θα προσπαθήσω λοιπόν απόψε, σύντομα και χωρίς να σας κουράσω, μοιραστώ μαζί σας, να σας μεταφέρω μια εικόνα, από το δικό μου ημερολόγιο ανάγνωσης του βιβλίου της Βούλας Μάστορη.
΄Όσοι έχουν διαβάσει το Παραμύθι των Ψυχών, το πρώτο βιβλίο της Βούλας για ενήλικες, θα διαπιστώσουν κάποιες – αρκετές μάλλον - ομοιότητες.
Μια εκ του μακρόθεν σχέση με την Ιωνία, την Μικρασία που ήταν ο τόπος που εξελισσόταν η ιστορία στο Παραμύθι των ψυχών. Η πρώτη Κατερίνα, η μεγάλη γιαγιά, η μάνα της Θεανώς της γιαγιάς της ιστορίας είναι Μικρασιάτισσα πρόσφυγας που ζει στον προσφυγικό συνοικισμό.
Είναι λοιπόν και η σχέση με τη Μικρασία, που είναι υπαρκτή, είναι ότι έχουμε και παλι μια οικογενειακή σάγκα από γιαγιά σε εγγονή, αλλά κυρίως ότι και εδώ υπάρχει επίσης ένα «χάρισμα» που μοιράζονται - πιθανόν – και οι τρεις τους.

Σίγουρα η μάνα και η κόρη, δεν ξέρουμε για τη γιαγιά…Σε αυτό το μυθιστόρημα τις συνοδεύει ένας αόρατος τιμωρός εκδικητής, μια μοίρα, μια τύχη, που άθελά τους προκαλεί το θάνατο σε όποιον αρσενικό, οποιασδήποτε ηλικίας, τις παρενοχλεί σεξουαλικά…
Μια οικογενειακή ιστορία λοιπόν με την Μητριάρχη την Μεγάλη Κατερίνα που έρχεται από την Μικρά Ασία με τους πρόσφυγες και ένα μωρό στην κοιλιά, χωρίς τον σύζυγο γιατί τον έχουν αποκεφαλίσει οι Τσέτες (το πρώτο κλάδεμα – θα πούμε παρακάτω για τα κλαδέματα), που ξενοπλένοντας στον προσφυγικό συνοικισμό της πόλης τους, παλεύει για να κρατήσει την κόρη της, τη Θεανώ έξω από αυτή τη συνθήκη.
Να μη χαλάσουν τα χέρια της, να μη χαλάσει το δέρμα της, να μεγαλώσει το δεντράκι – Θεανώ όσο γίνεται πιο προστατευμένο από την αγριότητα και τη σκληρότητα του περιβάλλοντος.

Ερχονται μετά οι σκληρές συνθήκες της Κατοχής, η προστασία που τους παρέχει ο Γερμανός διοικητής ο οποίος γλυκοκοιτάζει τη Θεανώ αλλά δεν εκδηλώνει παρά μόνο με μικρά δώρα και τρόφιμα τη συμπάθειά του, απαραίτητα όμως για την επιβίωσή τους. Η ιδιαίτερη και αμφιλεγόμενη φροντίδα του Γερμανού μετά την απελευθέρωση παρά λίγο να προκαλέσει αντίποινα και το κούρεμα – κλάδεμα, διαπόμπευση- της Θεανώς από τους όψιμους αντιστασιακούς. Η μικρή σώζεται χάρη στη μεσολάβηση ενός Δικαστή, που κι αυτός είναι ερωτευμένος μαζί της, πολύ μεγαλύτερός της σε ηλικία, μεγαλύτερος και από τη μητέρα της. Ο Δικαστής της κάνει πρόταση γάμου έτσι η Θεανώ γίνεται Δικαστίνα και αποκτά την Κατερίνα, την μικρή Κατερίνα, για να συνεχιστεί η γραμμή των γυναικών. Η αφήγηση αρχίζει με τις επώδυνες συναισθηματικά όψεις της φιλίας της Κατερίνας με την Αγγέλα, μιας φιλίας από τα έξι τους χρόνια που φτάνει και ανιχνεύει τα όρια της ομοερωτικής σχέσης, χωρίς να τα ξεπερνά…Η Κατερίνα μεγαλώνει αγαπώντας, όπως όλα τα κορίτσια – ίσως και λίγο παραπάνω τον πατέρα της – και ανοίγοντας ανεξαργύρωτους λογαριασμούς στη σχέση με τη μητέρα της – όπως τα περισσότερα κορίτσια…

Στην παθολογία του ζεύγους Δικαστή – δικαστίνας, υποτονική έως κατατονική σχέση παρά τη γέννηση του παιδιού μετά το θάνατο της Μητέρας της Θεανώς, έρχεται να προστεθεί, να τη μπολιάσει και να την αναζωογονήσει η παρουσία του νεαρού συναδέλφου του, του Κερκυραίου Σπύρου Ραχιώτη. Ο Δικαστής, προκειμένου να δει τη γυναίκα του να βγαίνει από την κατάθλιψη επιτρέπει να βλαστήσει ένας ανομολόγητος έρωτας, μια παράξενη σχέση ανάμεσα στη σύζυγό του και τον νεαρό συνάδελφο, ο οποίος τον υποκαθιστά ως καβαλιέρος στους χορούς, δεν λείπει από τα Κυριακάτικα τραπέζια της οικογένειας και συντροφεύει τα απογεύματα ακόμα και όταν αυτός δεν είναι παρών, την Δικαστίνα…Πάντα χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια, δίνοντας όμως αφορμή για πλείστα όσα σχόλια και κουτσομπολιά στην μικρή κοινωνία της επαρχιακής πόλης που ζουν…

Η Κατερίνα μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι διαθέτει το «χάρισμα», την θεοδικία τρόπον τινά να βλέπει να πεθαίνει από καρδιακή προσβολή όποιος άνδρας, οποιασδήποτε ηλικίας – επιχειρεί να την παρενοχλήσει σεξουαλικά, ο πρώτος μάλιστα είναι ένας εξάχρονος παιδικός της φίλος…Δεν γλυτώνει ο γιατρός, ο παπάς…ούτε οι δυο βασανιστές στη Μπουμπουλίνας εκεί που την είχαν συλλάβει για αντιστασιακή δράση επί δικτατορίας…

Η καρδιά του Δικαστή τον προδίδει και πεθαίνει, δεν εγκαταλείπει όμως την ιστορία, θα σας πω για αυτό, η οποία συνεχίζεται και με την τρίτη γεννιά γυναικών, την κόρη της Κατερίνας τη Θεανώ, που έχει το ίδιο όνομα με τη γιαγιά της, παιδί αγνώστου πατρός, από τον κρυφό δεσμό που δεν αποκαλύπτει ποτέ η Κατερίνα την ταυτότητά του…

Ο χρόνος περνά, οι γυναίκες μεγαλώνουν και ενώ η Κατερίνα φαίνεται να έχει κάνει την επανάστασή της και να διεκδικεί την ανεξαρτησία της, η μικρή Θεανώ, επιστρέφει στα συντηρητικά πρότυπα της γιαγιάς της που στον παρόντα χρόνο συναντούμε κατάκοιτη και να έχει απολέσει την ικανότητα της ομιλίας μετά από ένα εγκεφαλικό και να αποφασίζει να ζήσει με τον αγαπημένο της Χίρο, έναν Ιάπωνα, στην χώρα του, στην κατ’ εξοχήν χώρα των παραδόσεων, του πρωτόκολλου και της εθιμοτυπίας, στην χώρα από όπου ξεκίνησε η παράδοση του μπονσάι…

Εδώ ήθελα να καταλήξω και έκανα όλη αυτή την παρέκβαση για να σας δώσω μια εικόνα του καμβά πάνω στον οποίο είναι κεντημένη η ιστορία αλλά και να γίνει δυνατόν να φανεί, στο στενό πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης, το πόσο κοντά στην φιλοσοφία και την τεχνική μπονσάι είναι το υφάδι της αφήγησης, από την αρχή μέχρι το τέλος…

Από τον αποκεφαλισμό του πατέρα – το κλάδεμα –
το μπόλιασμα της σχέσης του ζευγαριού δικαστής – δικαστίνα με ένα νέο κλαδί, με την απειλή του κουρέματος των μαλλιών της Θεανώς στην κατοχή, τα μαλλιά κλαδιά που η Θεανώ ως παιδί τα έχει πλεγμένα σε δυο κοτσιδάκια, μετά, στην εφηβεία σε μια χοντρή κοτσίδα στην πλάτη που μετά το γάμο γίνεται κότσος, και μετά το εγκεφαλικό πάλι κοτσίδα για να κοπεί – τελικά – αυτό που δεν κατάφεραν να της κάνουν στην Κατοχή – να κοπεί από τη νοσοκόμα που την φροντίζει όταν είναι κατάκοιτη…
(Μια εξαιρετική εικόνα του γυναικείου σχήματος και του περάσματος στις ηλικίες με κλαδιά δέντρου: κοτσιδάκια, κοτσίδα, κότσος)

Η πρόθεση της συγγραφέως να συνδέσει την γυναικεία υπόσταση της τρισυπόστατης ηρωίδας (Μάνα – κόρη – εγγονή) με το μπονσάι, είναι δηλωμένη από τον τίτλο του βιβλίου, αλλά και από την προμετωπίδα, με το μότο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: «To μπονσάι, ιαπωνικό αριστούργημα συνεργασίας με τη φύση, το λυγίζουν, το κλαδεύουν, το υποσιτίζουν, για να το μετατρέψουν σιγά σιγά σε αυτό το θαύμα που θα διαρκέσει αιώνες»

Η μία πλευρά του μποσάι είναι φυσικά το δέντρο νάνος, το δέντρο μινιατούρα, το δέντρο μικρογραφία που πρέπει να μεγαλώσει μέσα ένα περιορισμένο εκ των πραγμάτων χώρο…
Η μια πλευρά δηλαδή είναι η αδυναμία του δέντρου να εκφράσει την επιθυμία του να αναπτυχθεί, μια και του περιορίζουν με το κλάδεμα, το δέσιμο, ή αυτοπεριορίζεται το μέγεθός του και τη δύναμή του…

Η άλλη πλευρά του μπονσάι, είναι το ταξίδι μέσα από αυτό που διαθέτει κάποιος και που είναι το επιθυμητό και το απαραίτητο…
Την εκλέπτυνση, την ανάπτυξη - την πλήρη ανάπτυξη - αλλά σε μικρότερη κλίμακα…
Το να μπορείς να περιλάβεις το όλον μέσα στο μικρό, το μικρό να αποτελεί το όλον…αυτή είναι η φιλοσοφία μπονσάι, αυτό είναι το ταξίδι στην Ιαπωνική κοσμοθεωρία αλλά και στο βιβλίο.
Μια σπουδή στο μικρό, μια σπουδή στο μπονσάι…
(και είναι και λιγότερες σελίδες από το προηγούμενο, για να αναφέρω το μήνυμα της Βούλας Μάστορη όταν συζητάγαμε για την παρουσίαση, που μου έγραψε ότι «είναι σημαντικά λιγότερες οι σελίδες» του βιβλίου της, για να μη διστάσω ενδεχομένως)
Το μπονσάι λοιπόν είναι μια μεγαλειώδης μεταφορά που επινόησε η συγγραφέας και που άφησε να φυτρώσει και να βλαστήσει στις σελίδες του βιβλίου, αλλά και την κλάδεψε, την έδεσε, την φρόντισε, την ύφανε και έφτιαξε ένα τεχνουργημένο μυθιστόρημα.

Ανθολογώ εδώ ορισμένες από τις εμφανίσεις της:
Για να μην προκαλέσει τον θάνατο – από την θεοδικία – των επίδοξων εραστών της, που την πολιορκούν και θέλουν να την φλερτάρουν η Κατερίνα τους κρατά σε απόσταση. Δεν φλερτάρει, δεν ερωτοτροπεί, περιορίζει την σεξουαλικότητά της –…

Για να μην προκαλέσει την θυμηδία, την ειρωνεία του περιβάλλοντός της αν μάθουν ότι είναι παιδί αγνώστου πατρός, η κόρη της Κατερίνας, η Θεανώ αποφεύγει να κάνει φίλους. Κλαδεύει τη φιλία, περιορίζει τον κοινωνικό της χώρο στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος που επικοινωνεί με το διαμέρισμα της γιαγιάς της με μια πόρτα που παραμένει μονίμως κλειστή. Η ροή των σχέσεων δεν αφήνεται να πάρει ελεύθερα το δρόμο της, αλλά παίρνει την επιλεγμένη κατεύθυνση…Μπονσάι απολύτως…

Το ταξίδι της Κατερίνας στην Ιαπωνία, ο περιορισμένος χώρος στο θάλαμο του αεροπλάνου, όπου δεν μπορεί καλά καλά να απλώσει τα πόδια της, είναι βέβαια προμήνυμα, προοικονομία ότι ταξιδεύει προς τη χώρα του μικρού…σαφέστατα πρόκειται για περιορισμό μπονσάι…

Για να μην πούμε για το αποκορύφωμα, την ασφυξία που νιώθει απέναντι στην καμπίνα της τουαλέτας του αεροπλάνου…Ο απόλυτος περιορισμός, ο απόλυτα μικρός χώρος που την τρομάζει

Το διαμέρισμα του Χίρο, στην Ιαπωνία εκεί που μένει η Θεανώ είναι μικρό…Η Κατερίνα το βλέπει και σοκάρεται. «Κακόπεσε το παιδί μου, λέει εκεί που είχε έναν όροφο στη διάθεσή της…» σιγά σιγά καταλαβαίνει όμως τον άλλο πολιτισμό, τον πολιτισμό του μικρού που έχει λίγο χώρο στη διάθεσή του και αναπτύσσεται πλήρως, με απόλυτη αρμονία και λειτουργικότητα…Η άλλη όψη του μπονσάι που είπαμε στην αρχή. Η πλήρης ανάπτυξη μέσα στο διαθέσιμο μικρό…

Απόσπασμα από σελ. 168 : Όλα μικρά. Μικρή στοά, μικρά μαγαζιά, μισές μερίδες…
Μπονσάι παντού…

Η μικρή Νανώ που αρνείται να μεγαλώσει. Αρνείται τα γηρατειά, αρνείται την ανάπτυξη, φοβάται ότι η ανάπτυξη και το μεγάλωμα θα επιφέρει το θάνατο και «υποσιτίζεται» όπως λέει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ για το δεντράκι μπονσάι…
Απόσπασμα σελ 223 «Η Νανώ αρνείται να φάει…»

Όλοι μας ομολογεί η συγγραφέας δια στόματος Νανώς, άνδρες και γυναίκες, υφιστάμεθα από τα μικράτα μας, ένα κλάδεμα μπονσάι…
Αυτή είναι η κυρίαρχη μεταφορά που κατά την άποψή μου κάνει το βιβλίο της Βούλας Μάστορη, να ερωτοτροπεί με τη νεωτερικότητα…

Οι ενθυλακωμένοι στην αφήγηση συμβολισμοί του για τις δύο όψεις του μπονσάι, στους ανθρώπους, στη φύση, στα κτίρια, στα έπιπλα, στην τροφή, στο χτένισμα, στα μαλλιά…
Υπάρχει όμως και μια άλλη όψη του βιβλίου
Αυτή που αποκαλύπτεται πίσω από την μεταφυσική, υπερφυσική θα λέγαμε, έννοια της Θεοδικίας.

Η κόρη του Δικαστή – τυχαίο που είναι δικαστής; - η σύζυγός του, η εγγονή του ίσως έχουν ένα χάρισμα…ιδιαίτερο. Που μάλλον είναι κληρονομικό και που είναι πανίσχυρο και τρομακτικό, όσο και αν προσπαθούν οι ηρωίδες συζητώντας στο τέλος να αποδώσουν τους κατά συρροήν θανάτους των επίδοξων βιαστών σε σύμπτωση…
Μια ιδιότητα, απαραίτητη για να ανέβει η ιστορία στο βάθρο της μυθοπλασίας. Για να κρατήσει ο αναγνώστης – η αναγνώστρια τις αποστάσεις του από αυτήν…ή για να καταδυθεί στο μύθο με σεβασμό και επίγνωση ότι πρόκειται για έναν άλλο κόσμο. Η μυθοπλασία είναι μια άλλη χώρα, όπου τα πράγματα συμβαίνουν αλλιώς για να παραφράσουμε αυτό που έγραψε ο ΧάρτλεΪ για τον Μεσάζοντα.

Είναι μια άλλη χώρα, όπου το παραμύθι των ψυχών συνεχίζεται. Όπου οι νεκροί της δύσης μπορεί να γίνουν κόμι, οικογενειακά πνεύματα της ανατολής, στοιχειώνουν τα όνειρα της Κατερίνας, αλλά συμμετέχουν στην αφήγηση και μετά το θάνατό τους…μαθαίνουν τα συμβάντα, δεν έχουν πάντα επίγνωση της της κατάστασης τους, στρέφουν το βλέμμα στο παρελθόν, το ανεξαργύρωτο…σχολιάζουν, στοχάζονται και δικαιολογούνται, δίνουν άλλες εκδοχές…

Οι αφηγήσεις των νεκρών εκ παραλλήλου με τις αφηγήσεις των ζωντανών. Οι εσωτερικοί μονόλογοι νεκρών και ζώντων δεν ξεχωρίζουν. Εναλλάσσονται μεταξύ τους, σε ένα …παλίμψηστο αφηγήσεων, αφού η ιστορία υφαίνεται και ξεϋφαίνεται από το παρόν στο παρελθόν και πάλι πίσω, ο αφηγητής στρέφει τη ματιά του και το οπτικό του πεδίο σε κάθε ήρωα χωριστά και η φωνή του εναλλάσσεται με αυτήν του ίδιου του ήρωα, ζωντανού ή νεκρού, που συμφωνεί μαζί του ή τον αμφισβητεί, λέγοντας τη δική του, ανατρεπτική αρκετές φορές εκδοχή της ιστορίας…

Ένα βιβλίο μπονσάι…ένα βιβλίο διαβαστερό – διαβάζεται απνευστί – με όλες τις χάρες ενός απολαυστικού αναγνώσματος, με πλήθος θεμάτων που με σοφία κλαδεμένων και δεμένων σαν μια ανθοδέσμη, με μια ανάπτυξη μπονσάι, που αξιοποιεί στο έπακρον τη μυθοπλασία και καταφέρνει στις σελίδες του να χωρέσει μεγάλα χρονικά διαστήματα αλλά και αποστάσεις και πολιτιστικές διαφορές, να περιλάβει τον εξωτισμό της Ιαπωνίας και την πραγματικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, την ματαίωση, την προδοσία, την αγάπη, την στοργή, τον υποσιτισμένο – μπονσάι ανεκπλήρωτο έρωτα του Σπύρου και της Θεανώς….και την ταλάντευση της Κατερίνας ανάμεσα στην στενή φιλία της εφηβείας και τον ομοερωτισμό, ώσπου να βρει τον εαυτό της.
Ένα βιβλίο έξοχο που του αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί!!

Πόλυ Χ.

 

 

Ομιλία της Ελένης Καλογερίνη για το βιβλίο “Γυναίκα μπονσάι”, 8.3.2012


Καλησπέρα σας!

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ, ανάμεσά σας, αν και σήμερα ο ίδιος ο συμβολισμός της ημέρας, δεν αρκεί για να ξορκίσει τις κρίσεις ανασφάλειας και αυτοεκτίμησης –όσο κι αν ψιθυρίσουμε, όσο κι αν θυμηθούμε. Ίσως γιατί σήμερα, το παραμύθι της ζωής μας, δύσκολα χωρά στην ταλαιπωρημένη λίστα σπουδών, βιογραφικών, διλημμάτων (καριέρα ή οικογένεια), φασίνας και νταντέματος (μικρών και μεγάλων). Μπορεί, όμως –σας διαβεβαιώ- να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου και να αναρριχηθεί στα κλαδιά αυτού του μικρού θαύματος που ονομάζουμε «μπονσάι». Και αυτό το γνωρίζει καλά η Βούλα Μάστορη η οποία χρόνια τώρα συναρμολογεί λέξεις και φράσεις, τις πολλαπλασιάζει αν θέλετε με όρους οικουμένης, κάνει βουτιές στο χρόνο και ανασύρει εικόνες-σύμβολα, πρόσωπα και σώματα, ρόλους που δεν ευοδώθηκαν.

Σε τούτο το τελευταίο της βιβλίο καταφέρνει να ανοιχτεί σε πολλές αναγνώσεις, χαρτογραφώντας με μαεστρία παράλληλες συγκινήσεις διαφορετικών ανθρώπων και εποχών σε σχέση με τον ίδιο έρωτα, την ίδια εικόνα. Τρυφερά ανατρεπτική-η Βούλα της πιο υπαινιχτικής γραφής η οποία γονιμοποιείται από έναν πλούτο παράδοξων και γοητευτικών πηγών –μέχρι γιαπωνέζικα έμαθε η χάρη μου- διαχειρίζεται λυτρωτικά την υστέρηση, απλώνει τα κλαδιά της στην νυσταλέα μας μνήμη, ανατέμνει το παρελθόν αλλά δεν το φοβάται, προτείνει ερμηνείες, «εγχειρίζει» θα έλεγα το δράμα του σώματος αλλά δεν μοιράζει πιστοποιητικά ευτυχίας, ούτε ροζ παραδείσους.
Ο ποιητής πάλι το λέει αλλιώς: «ανάμεσα μητριαρχίας και χειραφέτησης, χάθηκαν τα κορίτσια». Τι ελκυστικό, αλήθεια, αδιέξοδο! Πόσα «μπονσάι» θα τοκίσουμε με όρους αιωνιότητος για να στεριώσουμε τους Μάηδες της ουτοπίας μας; Πόσα «μωρά-αξεσουάρ» θα χρειαστούν ακόμη για να γεμίσουν την αβαρή και «αβαθή γλάστρα» των ονείρων μας; Προσέξτε τις βρεφοκρατούσες των εξωφύλλων με τι τρόπο αναγάγουν το άλλαγμα της πάνας σε τέχνη! Οι κυρίες προηγούνται όμως. Έτσι δεν λένε οι άνδρες; Οι άνδρες μας. Που υπάρχουν μόνο στις προσωπικές μας φαντασιώσεις, που τους βλέπουμε καθημερινά να παρελαύνουν σε διαφημίσεις αλλά ποτέ δίπλα μας. Που μια ματιά, ένα «κτύπημα των σκαρπινιών» τους θα αρκούσε ίσως για να χορογραφήσουμε ξανά την ηδονή, τον πόνο, τη χαρά.

Στην έρημο των ανθρώπων όμως, το εύθραυστο γίνεται συμπαγές και γήινο και μόνον κάποιες φορές ο διάπυρος έρωτας κοιτά κλεφτά το είδωλό του και αναμοχλεύει εικόνες, λέξεις, αποσπάσματα ονείρου. Και τότε μοιραία επιστρέφει στα χρόνια που συλλαβίζεις τα πρώτα, σύμφωνα και φωνήεντα αγάπης και συντριβής. Συναντώ μαζί του, δικές μου γυναίκες, την Κατερίνα, την Αγγέλα, την Ελένη. Μπλέκομαι στα γρανάζια μιας σχέσης έτοιμη θαρρείς να τροφοδοτήσει το ερωτικό πάθος –αλλά τι δουλειά έχει αυτό σε μια γυναικεία φιλία; Μπαίνω στο σπίτι της μαμάς Θεανώς, προσπαθώ να την δω ως το παιδί των γονιών της, ένα πρόσωπο που είχε τα δικά του όνειρα για τη ζωή, τα δικά του παράπονα. Μέχρι που έρχεται ένα ξαφνικό αεράκι και με ένα χαμόγελο η άγευστα άχρωμη πραγματικότητα ντύνεται με τα νέφη της μέθης. Μια μέθη που για την Θεανώ –θήραμα και θύμα μαζί πανάρχαιων ρόλων- μένει εσαεί «κλειδωμένη» στην συζυγική ασφάλεια με την «μέσα» φλόγα αναμμένη για τον κρυφό έρωτα, την ιδανική εκδοχή του εαυτού της, «Άραγε, τι κατάρα είναι αυτή; Ποιος μας έκανε αυτή την κακόγουστη φάρσα»;

Και η Νανώ; Η Νανώ είναι της Κατερίνας, δική της, όπως δικός της ήταν ο μπαμπάς. Ένα κέλυφος εσωτερικό για να την προστατεύει. Από τι και από ποιον άραγε; «Απόμακρη και απρόσιτη πάντα. Δεν είχε φιλίες η Κατερίνα. Μετά την Αγγέλα, δεν πίστευε σ΄αυτές». Η Αγγέλα που την πρόδωσε, που «έπαιζε» μόνο με την Ελένη, με μια αίσθηση απόλαυσης λες και την είχε επινοήσει το υπερτροφικό Εγώ για να υπηρετήσει εκείνο το ναυαγισμένο «Εμείς». Άραγε ποια είναι εκείνη η ιδιότυπη εξουσία που δημιουργείται όταν μια πόρτα κλείνει και δυο κορίτσια ανακαλύπτουν το σώμα τους, μοιράζονται μυστικά, ονειρεύονται το μέλλον; Μήπως εκείνα τα βλέμματα, τα παιχνίδια, οι ψίθυροι, εικονογραφούν όλη την ιστορία της γυναικείας καταπίεσης η οποία δεν ασκείται μόνον από τους άνδρες αλλά από τις γυναίκες που δημιουργούν μία ισορροπία εξουσίας μεταξύ τους;

Θα το πω ευθέως: Στο βιβλίο της Βούλας Μάστορη, δεν χωρούν ναρκισσισμοί ούτε πόζες. Η συγγραφέας, δεν περιγράφει την πραγματικότητα, την υποβάλλει: Με ρωγμές στον λόγο, με σενάρια ανοιχτά, με ταξίδια στα τρίσβαθα της ψυχής που δεν χαρτογραφούν απλώς την γυναικεία ψυχοσύνθεση αλλά αυτό που είναι η γυναίκα: τη σωματικότητά της -ακόμα και όταν είναι ομοφυλόφυλη. Σκεφθείτε ότι στις αρχές του 1900, σύμφωνα με τα Αρχεία της Ελληνικής «Ψυχιατρικής και Νευρολογικής Επιθεώρησης» οι γυναίκες που αρνούνταν να τεκνοποιήσουν θεωρούνταν ψυχικά πάσχουσες και η άρνηση της μητρότητας ισούτο με ένδειξη σοβαρής παθολογίας. Θυμηθείτε την Σιμόν Ντε Μπωβουάρ και το «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι». Θυμηθείτε ακόμη πως περιγράφουν η Όλουεν Χάφτον και η Ρόζα Ιμβριώτη την γυναικεία παρουσία, σώματα και αντιλήψεις αιώνων που πάλεψαν με «άχρηστους νόμους και κοινωνικές προλήψεις». Για να φθάσουμε αισίως στον αιώνα του αστικού πολιτισμού που έκανε τους άνδρες μας τόσο μακρινούς και δυσπρόσιτους. Πότε άραγε ξεπήδησε η νέα υπερπαραγωγή της μετα-φεμινιστικής μας εποποιίας:

«Στο κρεβάτι, οι παντρεμένες πέφτουν «έτοιμες» είχε δασκαλέψει την μαμά Θεανώ η δική της μαμά. Αλλά στα τριάντα πέντε σου πώς στην ευχή να επαναλάβεις κόλπα της γιαγιάς σου που είχες ήδη απορρίψει στα είκοσί σου; Οι άνδρες όμως –οι άνδρες μας- είναι δυνατοί, θα γκρεμίσουν βουνά για να προστατέψουν την μάνα, θα περάσουν ωκεανούς μέχρι να κερδίσουν το φιλί της κόρης και να τη σώσουν απ΄τον κακό δράκο. «Εάν είχα κάνει αγόρι εγώ ποτέ δεν θα του έλεγα «Οι άνδρες δεν κλαίνε». Όλοι πρέπει να μπορούν να κλαίνε» ψιθυρίζει η Κατερίνα η οποία συνήθως έκλαιγε με αόρατα δάκρυα που έβλεπε μόνο ο «μπαμπάκας της». Η Νανώ της όμως, το κοριτσάκι της, «που την έβλεπε αλλιώτικα, που την νοιαζόταν –μητρικά μερικές φορές» εκείνη που ήταν η μάνα της και ο πατέρας της μαζί, διέσχισε αθόρυβα τον δικό της ωκεανό χρεώνοντάς της μία και μόνη αλήθεια: την διάψευση.
-«Ωραία, να κάνεις τη φεμινίστρια, μαμά, αλλά ρωτάς κι εμένα αν μου αρέσει να είμαι «αγνώστου πατρός»;
-Απλά, σε ήθελα μόνο δική μου, όλην δική μου.
-Τα παιδιά, μάνα, θέλουν και μάνα και πατέρα. Εγώ τουλάχιστον έτσι ήθελα. Κι έναν πατέρα. Έστω και αόρατο. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω, αν δεν σε συγχωρήσω. Και δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, αν δεν μάθω για τον πατέρα μου.


Σαράντα και πλέον χρόνια μετά την διατύπωσή του, το φεμινιστικό αίτημα της ελεύθερης επιλογής της μητρότητας παραπαίει ανάμεσα στις γυναίκες-μοντέλο Μπάρμπι, στην «life-style μάνα κουράγιο» και στην «μάνα-τέρας». Το σίγουρο είναι ότι καμιά δεν έχει πλέον ανάγκη τους άνδρες για την επιβίωσή τους ούτε καν για την αναπαραγωγή του είδους. Το μη σίγουρο είναι εάν αυτό τις κάνει ευτυχισμένες και προπάντων ισορροπημένες.

Απ΄την άλλη, το να μεγαλώνεις ένα παιδί έχει καταχωρηθεί ως γυναικεία υπόθεση καθώς στη χώρα μας ο ρόλος της μητέρας είναι ακόμη ισχυρός. Η μητριαρχία μάλιστα ενισχύεται από την παρουσία της γιαγιάς –συνήθως από την πλευρά της μαμάς- η οποία τις περισσότερες φορές την αντικαθιστά κιόλας. Όσο για τους πατεράδες, όσο κι αν η πατρότητα είναι το νέο ροκ εντ ρόλ της εποχής -εκείνοι φεύγουν τα χαράματα και γυρίζουν το βράδυ εξαντλημένοι. Η απουσία τους είναι φυσιολογική άρα και η παρουσία τους μη απαραίτητη. Να είναι άραγε αυτός ένας απ΄τους λόγους που οι μπαμπάδες «ντύνονται» μύθος και στοιχειώνουν τα όνειρα των κοριτσιών ή μήπως είναι και αυτοί θύματα μιας υποβόσκουσας γυναικείας εξουσίας; Μακάρι ωστόσο η μόνη θλίψη της Κατερίνας να ήταν το κόστος που πληρώνει για τις επιλογές της. Άλλωστε είναι αυτή ή ίδια που αργότερα θα χρησμοδοτήσει στην Νανώ της: «Από μια ηλικία και μετά δεν πονάς τόσο με την ορφάνια σου, όσο με το ότι δεν είσαι πλέον παιδί κανενός».

Της μητέρας πρωτίστως, που γινόμαστε εισαγγελείς και δικαστές όταν σκάσουν οι πρώτες ρωγμές, οι πρώτες διαφωνίες στη σχέση. Την θέλουμε τέλεια με το φωτοστέφανο της ευγένειας και της εγρήγορσης. Την ίδια στιγμή που αρχίζουμε να την λατρεύουμε, την ίδια στιγμή ξύνουμε με τα νύχια μας το χρώμα στο πορτρέτο της. Μήπως γι αυτό συνήθως αναφερόμαστε σ΄αυτήν σε παρελθόντα χρόνο; Μήπως γιατί δεν καταφέραμε να μεταφέρουμε τη σχέση μας στο στάδιο της ενηλικίωσης ή μήπως ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι όλες μας είμαστε κόρες και κάθε κόρη είναι υποψήφια μαμά μιας άλλης κόρης; Άραγε, «πόσα καλύτερα παράπονα» να φτιάξουμε η μία για την άλλη;

-Εγώ, ό,τι και να έκανα, έμενα τελευταία. Όταν της πέθανε ο παπάς, όταν ξέγραψε την Αγγέλα κι όταν μας άφησε η Μάρθα, είπα πως είχα μια ευκαιρία, αν όχι να πάρω την πρώτη θέση, τουλάχιστον να κρατήσω σταθερή τη δεύτερη. Γι’ αυτό δεν θέλησα να πάρουμε υπηρέτρια στο σπίτι. Μια παραδουλεύτρα ερχόταν κάθε βδομάδα και τα υπόλοιπα τα έφτιαχνα όλα εγώ. Εμένα με είχε μάθει η μάνα μου να τα κάνω όλα. Η Κατερίνα δεν θέλησε ποτέ της να της δείξω κάτι. Εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ! έλεγε, το θυμάσαι. Όπως θυμάσαι και το αυγό που της χτυπούσα κάθε απόγευμα όταν είχε διαγωνίσματα. Όταν πέθανες εσύ, είπα πως είχα φτάσει πια στην πρώτη θέση, αλλά τότε…

Τότε, οι φλογισμένες βεβαιότητες της νιότης έγιναν στάχτη αλλά είναι αυτή η στάχτη που δίνει ταυτόχρονα γνώση και ελευθερία. Η Κατερίνα πάντα ήθελε να εκτείνει τα όριά της, να απλώσει τα κλαδιά της μα όλα ήταν φυλακή. Ακόμα και η φιλία της με την Αγγέλα –ως άλλες μοιραίες του Adorno από το Minima Moralia-την εξορίζει σε έναν κόσμο δισδιάστατο όπου η εμμονή στην λεπτομέρεια συνθέτει έναν φλοιό ασφάλειας που δύσκολα θα «σπάσει». Έχει σημασία να δείτε τον τρόπο με τον οποίο η Βούλα Μάστορη χειρίζεται και οδηγεί την ηρωίδα μας στην «πρώτη φορά». Ίσως αναγνωρίσετε κομμάτια της νεότητάς σας, εκείνες τις συμπτώσεις και τα «απαγορεύεται», με έναν φύλακα-τιμωρό που στοίχειωσε τα όνειρα και τα θέλω μιας γενιάς. Η Κατερίνα γνωρίζει τον έρωτα αλλά δεν υπαλληλοποιείται σ΄αυτόν. Σιχαίνεται την διαλεκτική της μίμησης, βυθίζεται στον δικό της βιολογικό χρόνο. Για να φθάσει τελικά μέχρι την Ιαπωνία να δει την Νανώ της, να πρωταγωνιστεί στο πιο γκροτέσκο σκηνικό των ονείρων της.
-Δεν χρειάζεται να έλθεις στο γάμο μου, μαμά. Ξέρω ότι δεν σ΄ αρέσουν όλα αυτά τα τελετουργικά..
-Θέλω να είμαι στον γάμο της κόρης μου.
-Θα είναι εντελώς γιαπωνέζικος μαμά..
-Το ίδιο μου κάνει. Γάμος θα είναι.
(Ναι, τι σημασία είχε; Η δική μου αντίθεση έγκειται στον ίδιο τον θεσμό του γάμου και όχι στο τελετουργικό του. Με όποιο φόρεμα και να ντυνόταν η κόρη μου, με όποια τελετή κι αν γινόταν νύφη, αυτό θα ήταν το τέλος της ανεξαρτησίας της, της αυτοτέλειάς της).

Aσφαλώς, κάθε αντίθεση εάν ξέρεις να την διαβάσεις διηγείται μια μικρή ιστορία. Δείτε πως αλλάζουν όλα γύρω μας, πως ξεφυτρώνουν όλα τούτα τα εξωτικά φρούτα όπως κατεψυγμένα ωάρια, τεχνητά σπερματοζωάρια, ομοφυλόφιλοι γονείς, παρένθετες μητέρες, παιδιά με πέντε γονιούς. Κι όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να παντρεύονται. Παιδιά που μέχρι χθες είχαν το δικό τους πορτοφόλι και ονειρεύονταν να κατακτήσουν τον κόσμο, επιζητούν μια ζωή ήρεμη και μονογαμική όπως η Νανώ, παραγγέλνουν με τα μέτρα την δαντέλα, δίνουν όρκους αιώνιας πίστης. Άραγε πόσο εγκλωβισμένες είμαστε στο επίτευγμα της ελεύθερης επιλογής μας; Μήπως η δικαίωση και η ασφάλεια της μητέρας είναι να δει την κόρη της να επαναλαμβάνει τους ίδιους ρόλους που βίωσε και αυτή; Να είναι άραγε ο γάμος τρόπος ζωής που η κάθε μία από εμάς ανακαλύπτει και προσαρμόζει στα δικά της μέτρα ή μήπως τελικά, κάποτε και κατ΄ επιλογή όπως λέει η συγγραφέας «όλοι μας, άντρες και γυναίκες, υποκείμεθα από τα μικράτα μας λίγο ως πολύ σε ένα είδος τεχνικής μπονσάι, προκειμένου να προσαρμοστούμε στους κανόνες της κοινωνίας μας»;

Τελειώνοντας, θα ήθελα να είμαι αισιόδοξη -παρ΄όλα αυτά. Να πω ότι τη συνταγή ευτυχίας δεν μπορεί να την γράψει κανείς άλλος παρά μόνον εμείς οι ίδιες –κι ας μην το πούνε οι ειδήσεις. Όσο κι αν υποβαλλόμεθα σε μεταφύτευση μπονσάι -ενδεχομένως πολύ συχνότερα απ΄ όσο θα θέλαμε να παραδεχθούμε- γνωρίζουμε ότι οι κλίμακες της πραγματικότητας αλλά και το συναίσθημα της ικανοποίησης είναι διαφορετικά για τον κάθε έναν από εμάς. Γνωρίζουμε ακόμη πως «μέσα στα τζένερα» του μυαλού μας «εμφωλεύει η σπίθα» αλλά και η καλύτερη θέση για έναν «κηπουρό» μπονσάι. Ιδού μια μάχη που έχει ελπίδες να κερδηθεί και η Βούλα θα έλεγα ότι την δυναμιτίζει με ένα βιβλίο-υπόσχεση. Την ευχαριστώ πολύ!

Αθήνα 8 Μαρτίου 2012 –Ελένη Καλογερίνη

 

 

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΠΟΝΣΑΙ – ΒΟΥΛΑ ΜΑΣΤΟΡΗ

Κυρίες και κύριοι,
αγαπητοί φίλοι και φίλες,
καλησπέρα σας ,
Σας ευχαριστώ θερμότατα που είστε απόψε κοντά μας, για να συναντήσουμε και να υποδεχθούμε τη συγγραφέα Βούλα Μάστορη και το καινούριο της βιβλίο για ενήλικες με τίτλο «Γυναίκα Μπονσάι» . Δεν θα ξεκινήσω τυπικά και ευθύγραμμα …δεν θα μιλήσω τώρα για το ποια είναι η Βούλα Μάστορη , ούτε θα σας απαριθμήσω τίτλους βιβλίων της και εργογραφία. Όχι. Σήμερα θα ξεκινήσω από εκεί που τελειώνει η συγγραφέας …Από εκεί που αρχίζει το έργο του αναγνώστη…
Κάθε φορά που μπαίνει από τον συγγραφέα και η τελευταία τελεία ,στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, …τότε , ακριβώς τότε, έρχεται και αγγίζει το βιβλίο το χέρι του αναγνώστη : ψαύει το εξώφυλλο, μυρίζει το χαρτί , το ανοίγει διστακτικά , τριγυρίζει στις σελίδες του με το μάτι και …ξεκινάει το ταξίδι της ανάγνωσης!
Σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας τη δική μου εμπειρία ανάγνωσης , το δικό μου ταξίδι στη μακρινή Ιαπωνία , στη χώρα των Μπονσάι , τη δική μου αίσθηση Γυναίκας που αποκόμισα από την ανάγνωση του βιβλίου .
Παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια μου ρωτώ σχεδόν δυνατά : Γιατί Γυναίκα Μπονσάι; Ποια είναι η γυναίκα μπονσάι; Ποιος ορίζει τελικά τη Γυναίκα ; και ποιος την εγκλωβίζει στη γλάστρα της ; Αυτά τα ερωτήματα μου ρχονται στο νου , όταν ανακαλύπτω την απάντηση στην προμετωπίδα του βιβλίου , την οποία υπογράφει η Μαργκεριτ Γιουρσεναρ : «Το μπονσάι , ιαπωνικό αριστούργημα συνεργασίας με τη φύση , το λυγίζουν , το κλαδεύουν , το υποσιτίζουν , για να το μετατρέψουν σιγά-σιγά σε αυτό το θαύμα που θα διαρκέσει αιώνες…» Και αμέσως μετά …βουτάω στις σελίδες του βιβλίου , λαίμαργα , δεν το κρύβω, για να συναντήσω τη Γυναίκα μυστήριο , τη γυναίκα του Χθες , τη γυναίκα του Σήμερα , τη ΓΥΝΑΊΚΑ στο χρόνο και στην κοινωνία που τη γεννά και τη χειραγωγεί κάθε φορά .
Τρεις γυναίκες, τρεις κύκλοι ζωής , τρεις διαφορετικές οπτικές για να ζήσεις , για να αισθανθείς, για να νιώσεις τα όρια του Εαυτού, τα όρια της Γυναίκας… Πρώτη με υποδέχεται η φωνή της Κατερίνας . Η Κατερίνα ή Κατέρω ,κατά τον Σπύρο, γεννιέται και μεγαλώνει σε μία επαρχιακή ελληνική πόλη όπου οι άνθρωποι , άνδρες και γυναίκες , είναι χωρισμένοι σε περαιτέρω διακρίσεις …π.χ. η Θεανώ η γυναίκα του Δικαστή , η δικαστίνα , Ελένη η ξενόφερτη , Θεανώ , η πριγκηπέσα της πλύστρας και άλλες τέτοιες διακρίσεις και κλαδέματα που πονάνε …κακά τα ψέματα! Η Κατερίνα λοιπόν κόρη της Θεανώς και του Δικαστή γεννιέται και μεγαλώνει σε αυτό το πλέγμα πεποιθήσεων και διαμορφώνεται και πλάθεται στον αντίποδα της κοινωνίας που τη γέννησε : Δεν θέλει να παντρευτεί , δεν είναι νοικοκυρά, δεν θέλει σύζυγο πάνω από το κεφάλι της, θέλει παιδί εξώγαμο και Ελευθερία! Σαν παιδί πειραματίζεται με τα όρια του φύλου της και αυτό-ανακαλύπτεται ανακαλύπτοντας και αγαπώντας φιλικά την Αγγέλα, την καλύτερή της φίλη! Έχοντας πάντα σύμμαχό της έναν φύλακα τιμωρό για όλα τα «όχι» που θα πει στα αγόρια και τους άντρες που δεν επιθυμεί … μένει μετέωρη μην έχοντας απάντηση στο γιατί πεθαίνουν ακαριαία όλοι όσοι προσπάθησαν να την κάνουν δική τους με τη βία: Ο μικρός Κωστής , ο γιατρός και εκείνοι οι θάνατοι από καρδιά στο ΚΕΣΑ …. Η Κατερίνα αρνείται να υπηρετήσει την τεχνική Μπονσάι που της επιβάλλει η κοινωνία . Φεύγει νωρίς από την επαρχία που την πνίγει , γίνεται δημοσιογράφος, κινείται πάντα αυτόνομα και ελεύθερα και ζει χωρίς κλαδέματα και κοινωνικούς εγκλωβισμούς φορεμένους από άλλους . Όχι. «Εκείνη ανέκαθεν αντιστεκόταν στην τεχνική μπονσάι που της επέβαλλε η κοινωνία και επέμενε να απλώνει τις ρίζες της και τα κλαδιά της , όσο και να την περιόριζαν και να την κλάδευαν»… Η Κατερίνα προσπάθησε να ξεφύγει από αυτή την τεχνική ευνουχισμού της Γυναίκας και , όταν αντιλήφθηκε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει ολότελα εκτός κοινωνίας και εκτός γλάστρας …ανέλαβε το δύσκολο έργο του αυτοκλαδέματος. Μόνη της …ήθελε να αποκτήσει και να μεγαλώσει ένα παιδί μόνη της , ήθελε το παιδί να έχει μόνο μάνα , και προπάντων …ήθελε το παιδί να μην μάθει ποτέ ποιος είναι ο πατέρας. Σαν ένας άλλος «Πατέρας» του Στρίνμπεργκ αναζητά και επιδιώκει τον μονογονεικό ρόλο. Μόνο μητέρα! Χωρίς πατέρα φανερό! Χωρίς άντρα σε αυτόν τον ρόλο και φυσικά χωρίς ανταγωνιστή στο παιχνίδι της μητρότητας! Αυτοκλαδέματα ; Ψυχολογικές αντιστροφές στο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας ; Προσπάθεια να ξεπεράσει επιτέλους το πόσο πολύ λάτρεψε τον πατέρα της και το πόσο αγνόησε τη μάνα της; « Αν δεν συγχωρήσουμε τους γονείς μας , δεν μεγαλώνουμε ποτέ !» λέει κάπου η φωνή της στο βιβλίο. Έτσι επιλέγει να ζήσει η Κατερίνα : αυτόνομη και μόνη. Ένα μοναχικό, αυτοποτιζόμενο και αυτοπερικοπτόμενο μπονσάι!
Η μάνα της, η Θεανώ, έκανε ακριβώς το αντίθετο : δύσκολα χρόνια τότε …Κατοχή , φτώχεια και έγνοιες πολλές για τη μητέρα της Θεανώς…Η μάνα της ήτανε πλύστρα και τη Θεανώ , έτσι όπως ήταν πάντα όμορφη και περιποιημένη , τη φωνάζανε η πριγκηπέσα της πλύστρας … Ο δικαστής όταν ζήτησε σε γάμο τη Θεανώ ήταν ήδη μεγάλος …σαφώς και δεν τον ερωτεύτηκε η Θεανώ , δεν πρόλαβε να ερωτευτεί η Θεανώ , δεν το επέτρεπε στον εαυτό της …ακόμα και χρόνια αργότερα όταν ο Έρωτας θα τη βρει στη σάλα του σπιτιού της …ούτε και τότε το επέτρεψε . Έμεινε στο σχήμα του γάμου της πάντα πιστή και ας ψιθύριζε λαχανιαστά και στα κρυφά , μέσα από τα χείλη της, το όνομα του αγαπημένου της : Σπύρο… ποτέ στα φανερά! Τη Θεανώ την κλάδεψε η Ανάγκη! Η φτώχεια! Η στέρηση! Ο πόνος να βλέπει τη μάνα της να καίει τα χέρια της στη μπουγάδα …Όχι! Η Θεανώ παντρεύτηκε για να ξεκουράσει τη μητέρα της και για να ξεχάσει πως είναι κόρη Μικρασιάτη πρόσφυγα. Τόσο απλά! Τόσο επώδυνα! Μα η μάνα της έφυγε νωρίς από τη ζωή …λίγο μετά αφότου σταμάτησε να ξενοπλένει … έχει τέτοιες φάρσες η ζωή… Και η Θεανώ απόμεινε μόνη , με τον δικαστή και ένα κοριτσάκι , την Κατερίνα , και τη γριά οικονόμο τη Μάρθα… και με μία βαρβάτη επιλόχεια κατάθλιψη που θα της κρατήσει για πολύ ….τόσο πολύ που όταν θα συνέρθει ….το παιδί της θα έχει πάρει θέση για πάντα δίπλα στον πατέρα της. Ναι. Η Κατερίνα θα παραμείνει πάντα στο πλευρό του πατέρα της , αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί του …είναι η αγαπημένη του …Και η Θεανώ θα απομένει ολοένα και πιο μόνη , όμορφη , πεντάμορφη! και μόνη! Μια Γυναίκα Μπονσάι : κλαδεμένη από την ανάγκη, υποσιτισμένη σε συναισθήματα και ερωτικά φανερώματα , λυγισμένη …αλλά πάντα όμορφη!
Και πάμε χρόνια μετά …στην κόρη της Κατερίνας , τη Νανώ… Η Νανώ θαρρείς πως γεννιέται μόνο από μητέρα , αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και τον οριοθετεί ανάμεσα σε δύο μητρικά πρότυπα , τη γιαγιά της τη Θεανώ και τη μητέρα της την Κατερίνα . Τον πατέρα της τον ψάχνει , τον αναζητά αλλά η μητέρα της δεν της τον αποκαλύπτει …: « Ήθελα να σαι μόνο δική μου …» θα της πει μετά από χρόνια . Η Νανώ δεν ασπάζεται τις αντισυμβατικές πρακτικές της μητέρας της , ψάχνει εναγωνίως σχήματα για να χωρέσει , να ενσωματωθεί. Αισθάνεται μετέωρη ανάμεσα στο «χθες» που της προτείνει η γιαγιά της και στο μοναχικό «σήμερα» που ενσαρκώνει η μητέρα της. Ο Σπύρος, οικογενειακός φίλος και συνάδερφος του πατέρα της Κατερίνας, βρίσκεται κοντά της από την πρώτη στιγμή και είναι ο άνθρωπος- ρόλος που θα σταθεί δίπλα στη Νανώ, όπως στάθηκε πριν από πολλά χρόνια δίπλα στη Θεανώ και στην Κατερίνα, όταν είχε πεθάνει ο δικαστής. Ο Σπύρος είναι ο ρόλος του «σαν» για αυτές τις γυναίκες : σαν εραστής, σαν σύζυγος, σαν πατέρας …Όλα τα «σαν» συνθέτουν τον Επτανήσιο Σπύρο και είναι τόσο άηχα και απόκρυφα μέσα στο βιβλίο που μόνο σαν ακούς την κορφιάτικη μιλιά του πείθεσαι πως ο Σπύρος δεν είναι χαρτί αλλά πρόσωπο.
Η Νανώ λοιπόν θα αναζητήσει βέβαια σχήματα , απόλυτα εγκλωβιστικά για τη Γυναίκα , θα ερωτευτεί μέσα από σχήματα άκαμπτα , τελετουργικά …Θα ερωτευτεί τον Χίρο και θα ζήσει στην Ιαπωνία για πάντα . Η Νανώ θα γίνει η απόλυτη γυναίκα μπονσάι, θα βιώσει χωρίς αντίσταση όλες τις ρήτρες της γιαπωνέζικης κοινωνίας και εθελούσια θα καταδικαστεί με αυτή την μείξη των πολιτισμών στη δική της πολιτιστική αλλοτρίωση …όπως μόνον ο έρωτας ξέρει να αλλοτριώνει …Ο έρωτας και ο Γάμος.
Ανάμεσα σε αυτές τις τρεις γυναίκες μπονσάι , τις κεντρικές ηρωίδες , υπάρχουν και άλλες δύο γυναίκες , δύο γυναίκες που αποτελούν ερωτικό ζευγάρι , κρυφό, μη ταυτοποιημένο, μη συμβατό με την κοινωνία στην οποία ζουν …δύο γυναίκες που μέσα από το κάλυμμα της φιλίας , μέσα από τις χαραμάδες της ολιγοήμερης παραμονής τους στην Αθηνα ζουν αυτό που δεν επιτρέπεται, αυτό που θεωρείται παραβατικό και καταδικαστέο. Η Αγγέλα και η Ελένη , παιδικές φίλες της Κατερίνας, αποτελούν και αυτές ένα δείγμα γυναικών μπονσάι , γυναικών που περικόπτονται , κρύβονται, επιλέγουν τον καρκίνο ως πρόσχημα για την ομοφυλοφιλία τους και υπάρχουν εν κρυπτω στο κρυφτό της ζωής τους.
Τρεις κορμοί λοιπόν γυναικών μπονσάι στην αφήγηση και ως αντρικές φιγούρες δίπλα τους , πατρικές, στωικές, υπομονετικές και σταθερές …δύο άντρες: ο δικαστής, σύζυγος της Θεανώς και πατέρας της Κατερίνας και ο Σπύρος, εν δυνάμει εραστής της Θεανώς, και υποκατάστατο πατέρα και αντρικής παρουσίας για την Κατερίνα . Στο δεύτερο μέρος προστίθεται και η αντρική φιγούρα του Ιάπωνα Χίρο αλλά αυτός λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τη Νανώ και την ερωτική τους σχέση. Η αντρική παρουσία στο μυθιστόρημα ακολουθεί την σταθερή πορεία του άντρα – πατέρα. Τόσο ο δικαστής όσο και ο Σπύρος παραμένουν από την αρχή ως το τέλος σταθερά σημεία αναφοράς ως προς τις τρεις αυτές γυναίκες. Βέβαια ανατροπές και αντιστροφές συμβαίνουν- και μάλιστα εξαιρετικά αριστοτεχνικά- αλλά δεν πρόκειται να τις αποκαλύψω. Αυτό που θα τονίσω για την αντρική παρουσία στο αφήγημα είναι μόνο το πόσο θεραπευτικά λειτουργεί στην ψυχοσύνθεση αυτών των γυναικών το μοντέλο του άντρα- πατέρα και όχι αυτό του άντρα-εραστή. Η Θεανώ έψαχνε έναν άντρα στήριγμα και έναν πατέρα για το παιδί της και για αυτό διάλεξε τον αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της δικαστή. Η Κατερίνα ψάχνει και εκείνη έναν πατέρα στο πρόσωπο του Σπύρου , όταν χάνει τον βιολογικό της πατέρα. Και η Νανώ; Η Νανώ ψάχνει τον δικό της πατέρα και την ασφάλεια μέσα σε μια νέα πατρίδα , μέσα από τον Έρωτα που γίνεται για εκείνη ο καθρέφτης όλων όσων δεν βίωσε στο σπιτικό της. Δεν γνώρισε πατέρα και κατά έναν παράδοξο τρόπο δεν αναγνωρίζει και πατρίδα! Η Ιαπωνία , η χώρα του τελετουργικού έρωτα και της γυναικείας υποταγής θα απορροφήσει όλους τους φόβους της τους παιδικούς …μέσα από τον έρωτά της με τον Χίρο αναψηλαφεί τη σχέση με τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Η Νανώ επιλέγει τη γυναικεία υποταγή μέσα από τον έρωτα προκειμένου να νιώσει ασφαλής και να ενσωματωθεί σε βέβαια σχήματα ζωής και ύπαρξης.
Θεωρώ πως δεν θα χα μιλήσει καθόλου για το βιβλίο αν δεν αναφερθώ σε ζητήματα συγγραφικής τεχνικής και αφήγησης . Η συγγραφέας Βούλα Μάστορη διακρίνεται για το ρεαλιστικό στοιχείο που έχει εισαγάγει στην αφήγηση , ακόμα και στην παιδική λογοτεχνία, αλλά και για την ψυχογραφική γραφή της. Με ισχυρό όπλο της την εκτεταμένη περιγραφή εσωτερικών καταστάσεων και με ανεξίτηλη σφραγίδα το χάρισμα της γυναικείας οπτικής και αναπαράστασης του λογοτεχνικού τοπίου , η Βούλα Μάστορη σε αυτό το βιβλίο επιχειρεί μία εξαιρετικά πρωτοποριακή , λεπτή και διάφανη τεχνική στην αφήγηση.
Καταρχήν , αυτό που πραγματικά μαγεύει τον αναγνώστη είναι η τεχνική της πολλαπλής αφήγησης ή των πολλαπλών αφηγητών. Οι φωνές των προσώπων σε κυκλώνουν , έρχονται και σε βρίσκουν καθώς προχωράει η ανάγνωση και το χθες με το σήμερα , το γεγονός με το εν δυνάμει , η σκέψη με την πράξη μπλέκονται σε ένα ακατάλυτο γαϊτανάκι… Όλα τα πρόσωπα έχουν πρόσβαση στην Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και με αυτόν τον τρόπο συστήνονται , εξηγούνται , διαφαίνονται σε ένα παιχνίδι όπου η κεντρική αφηγηματική φωνή διαπλέκεται με τις εσωτερικές φωνές των προσώπων . Με έναν πολύ εύστοχο τρόπο , με το εύρημα της πλαγιογράμματης γραφής , η συγγραφέας ξεδιαλύνει τον κυρίως αφηγηματικό κορμό από τις εσωτερικές σκέψεις τόσο του κεντρικού αφηγητή , ο οποίος αλλάζει κάθε φορά , όσο και των άλλων ηρώων. Έτσι, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα έξυπνο παιχνίδι λογοτεχνικής συνομωσίας , όπου ο αφηγητής υποσκάπτει πολλές φορές ακόμα και την ίδια τη συγγραφική προθετικότητα. Θαρρείς πως τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αυτονομούνται μέσα από τις σκέψεις τους …αρνούνται να υποταχθούν στη συγγραφική βούληση ή στην αφηγηματική ευρηματικότητα και φέρουν τις λέξεις τους, τη φωνή τους και τη ματιά τους ως αυτεξούσια όντα. Είναι πράγματι ένα υπέροχο παιχνίδι για τον αναγνώστη …μια παρτίδα σκάκι που δεν ξέρεις μέχρι το τέλος πού θα καταλήξει.
Επίσης, σε συγκεκριμένα σημεία του μυθιστορήματος , σε εκείνα που αναφέρονται αφηγηματικά στον Σπύρο και σε όλο σχεδόν το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο οποίο η δράση εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία , η αφήγηση είναι φωνογραφική , φέρει δηλαδή τη φωνή και την ντοπιολαλιά αυτού που αφηγείται. Έτσι, απολαμβάνουμε τα κορφιάτικα του Σπυρέτου ,από το πρώτο κιόλας μέρος του βιβλίου, και ακούμε εκφράσεις ευχαριστίας ή φιλοξενίας στα γιαπωνέζικα . Υπάρχει εξάλλου στο τέλος του βιβλίου ειδικό γλωσσάρι τόσο για τις κορφιάτικες λέξεις όσο και για τις γιαπωνέζικες.
Σε ό,τι αφορά τον χρόνο της ιστορίας και της αφήγησης , το μυθιστόρημα είναι δομημένο χρονικά σε δύο μέρη : σε ένα πρώτο μέρος, όπου δίνεται το χρονικό ορόσημο της αφετηρίας στην αφήγηση και είναι το έτος 1984, και σε ένα δεύτερο μέρος ,το οποίο λαμβάνει χώρα 21 χρόνια μετά , δηλαδή το έτος 2005. Στο πρώτο μέρος ο χώρος της συγγραφικής αφήγησης είναι η Ελλάδα , στο δεύτερο μέρος είναι η Ιαπωνία , και πραγματικά εκεί η Κατερίνα νιώθει έξω από τα νερά της. Ελλάδα λοιπόν και Ιαπωνία , δυο χώρες που έρχονται κοντά μέσα από έναν έρωτα ανάμεσα σε μια Ελληνίδα και ένα Ιάπωνα, ανάμεσα στη Νανώ και τον Χίρο αλλά και μέσα από τη σχέση μάνας και κόρης . Και η Κατερίνα μετέωρη ανάμεσα στην αγάπη για το παιδί της και στον έρωτα του παιδιού της …ο οποίος της φαίνεται , στην αρχή τουλάχιστον, άκρως εγκλωβιστικός, τελετουργικός και αποπνικτικός.
Η μύηση της Κατερίνας στο χώρο της ανατολικής σκέψης και φιλοσοφίας γίνεται σταδιακά και μαζί με την Κατερίνα μυείται και ο αναγνώστης. Ολόκληρο το δεύτερο μέρος είναι μία μελέτη ταξιδιωτική, μια πραγματεία για το πώς σκέφτονται, πώς ζούνε και πώς αισθάνονται βασικές έννοιες της ζωής οι Ιάπωνες. Με αυτό τον τρόπο έρχονται αντικριστά δύο φιλοσοφίες ζωής και κουλτούρας , η Ευρωπαϊκή και η Ανατολική φιλοσοφία. Για μια μητέρα φεμινίστρια και κριτικά αντιμέτωπη με το άλλο φύλο …η Ιαπωνία είναι καθαρή αυτοκτονία για τη Γυναίκα !!!! Και μέχρι να αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Κατερίνα το νόημα που κρύβεται πίσω από τις πράξεις λατρείας της Νανώς προς τον Χίρο …ο δρόμος είναι τραχύς και δύσκολος. Ωστόσο, σταδιακά μυείται στην τεχνική μπονσάι που έχει επιλέξει η κόρη της και από ένα σημείο και μετά αυτό που ορίζει τη σχέση τους δεν είναι ένας καμβάς ιδεολογικής υφής αλλά η ανάγκη να καταλάβει η μία την άλλη και να σεβαστεί η κάθε γυναίκα τις επιλογές της προς την άλλη . Η μάνα προς την κόρη και αντίστροφα.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος και επιχειρώντας μία φιλολογική προσέγγιση ένιωσα την ανάγκη να ξεδιαλύνω και εγώ με τη σειρά μου τα νήματα του αφηγηματικού καμβά. Ένιωσα την επιθυμία να δω ποιο νήμα στον αφηγηματικό κορμό ήταν αυτό που βάραινε μέσα μου πιο πολύ και τι απόμεινε χαραγμένο στην παλάμη μου τελειώνοντας το βιβλίο. Όταν τελείωσα την ανάγνωση και έκλεισα το βιβλίο, ένιωθα καρφωμένο στην αριστερή μου παλάμη ένα χοντρό σκοινί , με κόμπους … Θαρρώ πως κρατούσα την αφηγηματική αρτηρία του έργου …το νήμα ζωής ,που υφαίνει και συνδέει, τη σχέση ανάμεσα στη μάνα και την κόρη. Ολόκληρο το μυθιστόρημα υφαίνεται πάνω σε αυτό το σκοινί, πάνω σε αυτόν τον κορμό της αφήγησης, και ίσως να πρόκειται για έναν κορμό μπονσάι ανάμεσα πια στις σχέσεις των ίδιων των γυναικών . Η σχέση της μάνας και της κόρης είναι τόσο βαθιά δουλεμένη από τη συγγραφέα που αποτελεί νομοτέλεια σχεδόν μέσα στην αφήγηση η κόρη να γεννιέται και να διαμορφώνεται στον αντίποδα της μάνας : σαν κόρη είμαι ό,τι δεν είσαι μάνα! Σαν κόρη επιλέγω ό,τι δεν επέλεξες μάνα! Και σαν μάνα πονάω για ό,τι θα ήθελα να είσαι κόρη μου αλλά δεν είσαι! Η Θεανώ δεν κατάλαβε ποτέ την Κατερίνα ! Η Κατερίνα δεν αναγνώρισε τη μητρική στοργή στη μάνα της! Η Νανώ γνώρισε , χωρίς να ερωτηθεί πάνω σε αυτό , μόνο μητέρα και η τελική επιλογή της τεχνικής μπονσάι αναιρούσε την ίδια την Κατερίνα . Πανικόβλητη απέναντι στη μοναξιά της γυναίκας – μάνας η Νανώ επέλεξε να αλλάξει πατρίδα και να αναζητήσει άλλες ισορροπίες , μη ευρωπαϊκές.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου , στις τελευταίες σελίδες του, γίνεται πράξη αυτό το «ξεκαθάρισμα» ανάμεσα στη μάνα και την κόρη. Αυτό που χρόνια ανέβαλαν η Κατερίνα και η Νανώ λαμβάνει χώρα στην Ιαπωνία , εκεί που οι άμυνες της Κατερίνας είναι σαφώς πιο χαμηλωμένες και εκεί που ,τόσο η Νανώ όσο και η Κατερίνα, είναι δυο γυναίκες ξένες στην ίδια πόλη . Εκεί λοιπόν, στο αρχετυπικό αντάμωμα μάνας και κόρης , λίγο πριν τον αποχαιρετισμό τους, δυο γυναίκες μπονσάι ενώνουν τα κλαδιά τους για λίγο και αναγνωρίζουν η μία στην άλλη το δικαίωμα να ζήσουν όπως εκείνες επέλεξαν.
Αναντίρρητα, η Βούλα Μάστορη αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στην νεοελληνική λογοτεχνία και η συστηματική παρουσία της στον χώρο της συγγραφής από το 1974 και ύστερα, τόσο στην παιδική λογοτεχνία όσο και στην ποίηση αλλά και στη λογοτεχνία για ενήλικες , έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της γραφής της : ρεαλιστική, ψυχογραφική, γυναικεία, αυτοαναφορική, εξελισσόμενη, παιχνιδιάρικη με τη γλώσσα , πρωτοποριακή στην αφήγηση της είναι η γραφή της Βούλας Μάστορη . Μέσα από το μυθιστόρημά της γυναίκα μπονσάι αποκαλύπτεται το πρόσωπο της Γυναίκας μέσα στον χρόνο , το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων και όλες οι αναλογίες φροϋδικού περιεχομένου : συμπλέγματα, ανασφάλειες, φοβίες, πάθη… Ανθρώπινες πτυχές ΜΙΑς υπαρξιακής βεντάλιας που λέγεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

Please publish modules in offcanvas position.